Ο
Δημοσθένης Βουτυράς (1872-1958) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες
διηγηματογράφους του Μεσοπολέμου.Γεννήθηκε το 1871
μέσα σε ένα πλοίο, στα νερά της Κωνσταντινούπολης. Ο πατέρας του καταγόταν από
την Κέα, ο οποίος το 1876 διορίστηκε συμβολαιογράφος Πειραιώς, κι έτσι ο μικρός
Δημοσθένης πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια στην κατ' εξοχήν
βιομηχανική πόλη της Ελλάδας. Ηρθε από νωρίς σε επαφή με τη μοντέρνα εποχή: τη
βιομηχανία, την εργασία, αλλά και τον κοινωνικό αποκλεισμό, τα περιθωριακά
στρώματα. Το έργο και οι ημέρες των νεανικών του χρόνων έχουν περάσει στα
διηγήματά του, τα οποία ήταν σχεδόν πάντοτε, εν μέρει, αυτοβιογραφικά. Σπούδασε
πλοίαρχος, ασχολήθηκε με την ξιφασκία και - καλλίφωνος όπως ήταν - σπούδασε
τενόρος. Η επιληψία, όμως, τον απομακρύνει από τη μουσική και τη σταδιοδρομία
τενόρου. Και, όπως έγραψε κι ο ίδιος, «σαν κάποιο χέρι ή κλοτσιά, τον έσπρωξε
και τον έριξε στη λογοτεχνία» Στα έργα του περιγράφει κυρίως τις περιπέτειες των
φτωχών ανθρώπων, των περιθωριακών και των απόκληρων. Πολλοί σύγχρονοί του
λογοτέχνες επηρεάστηκαν από το έργο του.
Αναλυτικά στοιχεία για τη ζωή, το έργο του αλλά και τη σχετική μ'αυτόν
βιβλιογραφία παρατίθενται στην ιστοσελίδα του
Εθνικού Κέντρου Βιβλίου.
Η σειρά ντοκιμαντέρ
ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ παρουσιάζουν τη ζωή και το έργο του διηγηματογράφου "βιοπαλαιστή
του γραψίματος" Δ.Βουτυρά. Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1871 και έζησε τα παιδικά
και εφηβικά του χρόνια στον Πειραιά, όπου είδε τις
δυσκολίες της ζωής των εργατών, την άστατη ζωή των περιθωριακών και γνώρισε τη
φτώχεια από κοντά μετά την οικονομική καταστροφή και την αυτοκτονία του πατέρα
του. Αυτές οι συνθήκες της ζωής του τον επηρέασαν στα διηγήματά του και
διαμόρφωσαν τους ήρωες του. Δεν έμεινε ανεπηρέαστος από τις κοσμοϊστορικές
αλλαγές που συνέβαιναν στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο ατίθασος χαρακτήρας του, η
αριστερή και πολλές φορές αναρχική ιδεολογία του τον δυσκόλεψαν στη εύρεση
εργασία. Παρόλα αυτά τα διηγήματά του είχαν φανατικό αναγνωστικό κοινό και όλες
οι εφημερίδες ζητούσαν κείμενά του. Υπήρξαν όμως και κάποιοι που τον κατηγόρησαν
ως ταβερνογράφο. Ασχολήθηκε επίσης με τη συγγραφή αναγνωστικών του δημοτικού και
σατυρικών και φανταστικών διηγημάτων. Πέθανε στο Κουκάκι το 1958, όπου ζούσε με
τη γυναίκα του, με το παράπονο ότι παρά την επιθυμία του δεν έγινε ποτέ μέλος
της Ακαδημίας Αθηνών. Αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία του, από ημερολόγιο που
κρατούσε την περίοδο της Κατοχής αλλά και πλούσιο φωτογραφικό και
κινηματογραφικό υλικό συμπληρώνουν την εικόνα του διηγηματογράφου
Βουτυρά.
ΕΡΓΑ on line
Κείμενα του Δ. Βουτυρά, όπως δημοσιεύτηκαν στο
“Νουμά”.
To έργο του Δημοσθένη Βουτυρά
(1871-1958) αποτελεί μοναδική περίπτωση στη νεοελληνική λογοτεχνία. Οι
παράξενες, σκοτεινές ιστορίες του, με πρωταγωνιστές ταπεινές φιγούρες που
εξεγείρονται, συχνά με απελπισμένη αγριότητα, ενάντια στη μοίρα τους,
διαβάζονται με αμείωτο ενδιαφέρον εδώ και έναν αιώνα.
Το "Παραρλάμα και άλλες ιστορίες", με εικονογράφηση του Θανάση Πέτρου, κείμενα
του Δημήτρη Βανέλλη και επίβλεψη του Βάσια Τσοκόπουλου (επιμελητή των Απάντων
του Δημοσθένη Βουτυρά), είναι ένα δυνατό γραφιστικό αφήγημα βασισμένο σε εννιά
συναρπαστικές ιστορίες του Βουτυρά, με θέμα την απληστία, την προδοσία, τον
ανεκπλήρωτο έρωτα, το ανυποχώρητο μίσος, τον μεταφυσικό τρόμο.
Ο Βασίλης Βασιλικός διαλέγει το διήγημα «Παραρλάμα»
του Δημοσθένη Βουτυρά, όπου συμπυκνώνεται όλη η τέχνη του παραγνωρισμένου
συγγραφέα: η αγάπη του για τους φτωχούς και τους αδικημένους μαζί με το
υπερρεαλιστικό στοιχείο της γραφής, το μυστήριο, την έκπληξη και την αμφισημία.
Πρόδρομος μιας εποχής ο Βουτυράς σήμερα δεν μοιάζει καθόλου οπισθοδρομικός
...περισσότερα στο
Βήμα
Κάποτε του Φάρμα του ερχότανε και αναμνήσεις. Και θυμόταν ότι είχε πατέρα, που
φορούσε φέσι και κόκκινο ζωνάρι, και μάνα, της οποίας είχε ξεχάσει και αυτής τη
μορφή, που φορούσε τσεμπέρι. 'Aλλο τίποτα! Όλα τα άλλα τα είχε φάει το γύρισμα
της ρόδας και έπειτα το κρασί, που έπινε για ξεκούρασμα. Αλλά τι ήθελε να
θυμάται;
Τη γυναίκα την είχε λησμονήσει και κανείς δαίμονας δεν καταδεχόταν να του τη
φέρει στο νου για να τον πειράξει. Όταν κάποτε έβλεπε καμιά να έρχεται μέσα στο
κατάστημα, την κοίταζε χάσκοντας, σαν παράξενο πράγμα που πρώτη φορά το έβλεπε.
Οι τεχνίτες τον περίπαιζαν. Αυτός δεν απαντούσε ποτέ. Σχεδόν είχε χάσει τη λαλιά
του. Μόνο αισθανότανε μίσος, το μόνο ανθρώπινο που του έμεινε. Δε γελούσε ποτέ,
είχε απομάθει να γελά και κανείς ποτέ δεν τον είδε έστω και να χαμογελά.
Το μόνο, μέσα στο σβησμένο και έρημο από άλλα αισθήματα σώμα του, που έμεινε
ήτανε το μίσος, όπως μένει, σε ερειπωμένο σπίτι ή πύργο, φίδι.
Όταν εσχόλαζε, έπινε όσο που μεθούσε, και έτσι παραμιλώντας, χωρίς να εννοεί
κανείς τι έλεγε, σαν να μιλούσε τη γλώσσα της ρόδας, επήγαινε να κοιμηθεί.
Είχε και παρέα στο κρασοπουλειό που πήγαινε, αλλ' ήταν σ' αυτή σα βουβό της
πρόσωπο. Φαινότανε μόνο να προσέχει σε ό,τι λέγανε. Δύσκολα όμως να του μείνει
τίποτα στο νου απ' ό,τι άκουγε, όλα περνούσανε δίχως ν' αφήσουν ίχνος.
Μια βραδιά, άκουσε κάποιον πολύξερο της παρέας να διηγείται κάτι της Γραφής.
Έλεγε για το χέρι κείνο που είχε γράψει στο συμπόσιο του Βαλτασάρ τις λέξεις:
Μενέ, Μενέ θεκέλ, ου φαρσίν. Και ότι οι λέξεις είχαν φέρει τον τρόμο στο βασιλέα
και σε όλους τους άλλους του συμποσίου και κανείς δεν βρισκότανε να τις εξηγήσει
τι εννοούσαν.
Αυτά τα άκουσε με προσοχή μεγάλη, ανοίγοντας τα και τα μάτια του τρομαχτικά.
Ήτανε το μόνο που μπόρεσε να χαραχθεί στο νου του μαζί με τους κρότους της
ρόδας.
Την άλλη βραδιά, άμα εσχόλασε, αντί να πάει στο κρασοπουλειό, διευθύνθηκε στο
δωμάτιό του. Είχε συγκάτοικο έναν πατριώτη του, ο οποίος πήγαινε πολύ ενωρίς και
κοιμότανε. Την πόρτα ποτέ δεν την έκλειναν και μπήκε ο Φάρμας χωρίς να
μεταχειρισθεί κλειδί ή να χτυπήσει. Ο συγκάτοικος ήτανε κει και κοιμότανε.
Ένα λυχναράκι έκαιε πάνω στο τραπέζι και φώτιζε ένα ξερό κομμάτι ψωμί και τρεις
ελιές σάπιες, βαλμένες αντί σε πιάτο, σ' ένα χαρτί κίτρινο. Μια μύγα, άγνωστο
γιατί, ξενυχτούσε, καθότανε πάνω στο ξεροκόμματο του ψωμιού συλλογισμένη.
Ο Φάρμας έμεινε αρκετή ώρα συλλογισμένος κι αυτός, έπειτα έφυγε γρήγορα και πήρε
το δρόμο του καταστήματος που δούλευε, κοιτάζοντας κάποτε, καθώς πήγαινε, την
ημισέληνο, που του φαινότανε σαν χρυσό λαμπερό ψάρι φτερωτό.
Το κατάστημα είχε και αυλή πίσω, και απ' εκεί πήγε. Ανέβηκε σε μια ελιά, μια
ψωριασμένη ελιά που ήταν απ' έξω, και απ' εκεί ο άνθρωπος της ρόδας και του
κρασιού ελαφρός πήδησε στην αυλή. Φύλακας δεν έμενε στο κατάστημα άλλος από ένα
σκυλί, αλλ' αυτό πήγε κοντά του, μετά από ένα μικρό γάβγισμα, και του έγλειψε τα
χέρια.
Μπήκε μέσα από ένα φεγγίτη πόρτας, όπου στήριξε μια μισοσπασμένη σκάλα. Στάθηκε
στην κάτω αίθουσα, όπου ήτανε μεγάλα εργαλεία και τα γραφεία του καταστηματάρχη.
Εκεί άναψε ένα σπίρτο και, αφού κοίταξε σαν να ζητούσε κάτι στον τοίχο, ανέβηκε
σ' ένα εργαλείο και άρχισε να γράφει στον τοίχο με κάρβουνο μια λέξη:
"Παραρλάμα."
Ήταν φανταστική η λέξη, του την είχε βγάλει το κρανίο του, αλλά του φαινότανε να
λέει κάτι κακό.
Έφυγε όπως είχε πάει.
Το πρωί, όταν πήγε στην εργασία, επρόσεχε να δει τι θα γίνει για τη λέξη. Και
δεν πέρασε πολύ και άκουσε τη φωνή του καταστηματάρχη να φωνάζει:
"Τι είναι αυτό εκεί; Ποιος το 'γραψε αυτό;"
Η φωνή του καταστηματάρχη ήταν σα φοβισμένη.
Όλοι άφησαν τις δουλειές τους και τρέξανε να δουν.
"Παραρλάμα!"
Η λέξη που βγήκε από το κρανίο του βρισκότανε στα χείλια όλων. Μα ποιος την
έγραψε;
Επρόβαλε και αυτός το πρόσωπό του από πάνω από τη σκάλα και κοίταξε. Κανείς δεν
ημπορούσε να υποπτευθεί αυτόν, και ούτε ακόμα παρατήρησαν ότι δεν έτρεξε και
αυτός να δει.
Ο αρχιτεχνίτης αυτόν έβαλε να τη σβήσει. Και την έσβησε λέγοντας σιγά σιγά τη
λέξη.
Τη νύχτα έκανε πάλι το ίδιο. Λαλά τη λέξη δεν την έγραψε τώρα με κάρβουνο, αλλά
με χρώμα κόκκινο:
"Παραρλάμα."
Το πρωί άλλος θόρυβος. Ο καταστηματάρχης κιτρίνισε πολύ. Ζητούσε τον άνθρωπο,
αλλ' έξαφνα φοβήθηκε μη δεν ήταν άνθρωπος. Και όμως είπε δυνατά:
"Πρέπει να βρεθεί!"
Η ιδέα πάλι μην κάποιος ήθελε να παίξει, να τον γελωτοποιήσει, τον έκανε έξω
φρενών και φώναζε ότι θα τους διώξει όλους.
Ο Φάρμας άκουσε τους τεχνίτες να λένε μεταξύ τους, μην φροντίζοντας γι' αυτόν,
όπως και για το σκύλο, το φύλακα, ότι φάντασμα θα βγαίνει στο κατάστημα και αυτό
θα το έγραφε! Και οι τεχνίτες έμειναν πεισμένοι ότι φάντασμα, δίχως άλλο,
βγαίνει τη νύχτα και γράφει αυτή την παράξενη λέξη που κάτι θα σήμαινε στη δική
του γλώσσα.
Τη νύχτα, ο κύριος του καταστήματος έβαλε φύλακες. Το πρωί δεν υπήρχε η λέξη.
Αλλά σε λίγο, καθώς ο καταστηματάρχης έμπαινε, η λέξη ήτανε πάλι στον τοίχο,
γραμμένη με τα κόκκινα γράμματά της.
Ο Φάρμας είχε βρει την ευκαιρία και την είχε γράψει.
Όλοι στο πόδι. Ο καταστηματάρχης ταραγμένος, κίτρινος, ο αρχιτεχνίτης, οι
τεχνίτες, όλοι στεκότανε μαρμαρωμένοι εμπρός στα κόκκινα γράμματα, που κάτι θα
σήμαιναν κακό μεγάλο.
"Παραρλάμα."
Οι τεχνίτες άρχισαν να ορκίζονται τους μεγαλύτερούς των όρκους, πολλοί έκλαιγαν
ότι δεν γνωρίζουν τίποτα, δεν ξέρουν ποιος τα γράφει, αλλά κάποιος, κάποιο...
Ήθελαν να πουν φάντασμα, αλλά δεν τολμούσαν...
Ο Φάρμας φάνηκε από ψηλά να κοιτάζει. Έπειτα τραβήχτηκε γρήγορα και πήγε κοντά
στη ρόδα, κι εκεί κρατώντας το χερούλι της γέλασε, ύστερα από τόσα χρόνια, ένα
σιωπηλό γέλιο!...
Η σελίδα ανανεώθηκε με τη συμβολή της Α. Δασκαλοπούλου
Ενδεικτική βιβλιογραφία για τον Δημοσθένη Βουτυρά
- Αδάμος Τάκης, «Η ζωή και το έργο του Δημοσθένη Βουτυρά», Δημοσθένη Βουτυρά,
Διηγήματα, σ. 5-
31, Βουκουρέστι, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1965.
- Αλήτης Πέτρος, «Δημοσθένης Βουτυράς», Γράμματα Δ΄ (Αλεξάνδρεια), 9-10/1917,
αρ. 38, σ. 388-
407.
- Βασαρδάνη Βέρα, «Δ. Βουτυράς. Πρωτοπόρος και άγνωστος», Διαβάζω 297, 1992, σ.
51-55.
- Βασαρδάνη Βέρα, «Δημοσθένης Βουτυράς», Η παλαιότερη πεζογραφία μας - Από τις
αρχές της ως τον
πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (1900-1914), Ι΄, σ. 280-322. Αθήνα, Σοκόλης, 1997.
- Βουτουρής Παντελής, «Ο Δημοσθένης Βουτυράς και το αστικό διήγημα: ένας ακόμη
μύθος της
κριτικής», Ως εις καθρέπτην… Προτάσεις και υποθέσεις για την ελληνική πεζογραφία
του 19ου αιώνα, σ.
273-282, Αθήνα, Νεφέλη, 1995.
- Ζήρας Αλεξ., «Βουτυράς Δημοσθένης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2, Αθήνα,
Εκδοτική
Αθηνών, 1984.
- Κατηφόρης Νίκος, «Ο πρωτοπόρος Βουτυράς», Το περιοδικό μας 10 (Πειραιάς),
4/1959, σ. 235-237.
- Κουκούλας Λέων, «Εξ αφορμής της Ζωής Αρρωστεμένης», Μούσα 8, 3/1921 και 9,
4/1921, σ. 128-
131 και 144-146.
- Ξενόπουλος Γρηγόριος, «Ο Λαγκάς υπό Δημοσθένη Ν. Βουτυρά», Παναθήναια, ετ. Γ΄,
31/5/1903, σ.
507-508.
- Παλαμάς Κωστής, «Διηγηματική λογοτεχνία», Κριτική Α΄, 1903, σ. 361-366.
- Παναγιωτόπουλος Ι.Μ., «Το νεοελληνικόν διήγημα. Ο Βουτυράς, η αισθητική και ο
κ. Παρορίτης»,
Ελεύθερος Λόγος, 20/6/1924.
- Παρορίτης Κώστας, «Το πρόβλημα Βουτυρά», Ο Νουμάς 2 (781), ετ. ΚΑ΄, 3-4/1924,
σ. 117-129.
- Πολιτάρχης Γ.Μ., «Βουτυράς Δημοσθένης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας 4, Αθήνα, Χάρη Πάτση.
- Σαχίνης Απόστολος, Αναζητήσεις της μεσοπολεμικής πεζογραφίας, Θεσσαλονίκη,
Κωνσταντινίδης,
1978 (έκδοση β΄), σ. 16-18.
- Παπαλεοντίου Λευτέρης, «Οι παράλληλοι δρόμοι του Δημοσθένη Βουτυρά και του
Νίκου
Νικολαϊδη», Ελίτροχος 13, Φθινόπωρο 1997, σ. 76-84.
- Τερζάκης Άγγελος, «Δημοσθένης Βουτυράς», Νέα Εστία 16, ετ. Η΄, 15/11/1934, αρ.
190, σ. 1015-
1022.
- Τσίρκας Στρατής, «Ο διηγηματογράφος Δημοσθένης Ν. Βουτυράς», Αλεξανδρινή
Λογοτεχνία
(Αλεξάνδρεια), 1948, σ. 28-48.
- Τσοκόπουλος Βάσιας, «Χρονικό της ζωής του Δημοσθένη Βουτυρά», Δημοσθένης
Βουτυράς, Άπαντα
Α΄, σ. 9-50, Αθήνα, Δελφίνι, 1994.
- Τσοκόπουλος Βάσιας, «Δημοσθένης Βουτυράς, ένας μοναχικός πρωτοπόρος», Η λέξη
137, 1-2/1997,
σ. 13-20.
- Χάρης Πέτρος, «Το νεοελληνικόν διήγημα. Το πρόβλημα Βουτυρά», Ελεύθερος Λόγος,
16/6/1924.
Προτεινόμενα ηλεκτρονικά κείμενα
1. Μάρη Θεοδοσοπούλου, «Το πρόβλημα Βουτυρά» (Ο πέμπτος τόμος των Απάντων ενός
παραγνωρισμένου και οι διαμάχες που πυροδότησε με το έργο του στους
λογοτεχνικούς κύκλους),
εφημ. Το Βήμα (δημοσίευση: 11-11-2001),
http://tovima.dolnet.gr/demo/owa/tobhma.print_unique?e=B&f=13414&m=S14&aa=1&cookie=
.
2. Βάσιας Τσοκόπουλος, «Γλώσσα, εικόνες» (Τα Άπαντα του Δημοσθένη Βουτυρά
αποκαλύπτουν έναν
μεγάλο συγγραφέα που εισβάλλει στην καθιερωμένη λογοτεχνική τάξη το πρώτο μισό
του 20ού
αιώνα), εφημ. Το Βήμα (δημοσίευση: 19-12-1999),
http://tovima.dolnet.gr/demo/owa/tobhma.print_unique?e=B&f=12792&m=S23&aa=1&cookie=
.
3. Δημήτρης Τζιόβας, «Η διεύρυνση της παράδοσης», εφημ. Το Βήμα (δημοσίευση:
06-09-1998),
http://tovima.dolnet.gr/demo/owa/tobhma.print_unique?e=B&f=12497&m=B04&aa=1&cookie=
.
4. Βασίλης Βασιλικός, «Το κόκκινο και το μαύρο» (Ο Βασίλης Βασιλικός διαλέγει το
διήγημα
«Παραρλάμα» του Δημοσθένη Βουτυρά, όπου συμπυκνώνεται όλη η τέχνη του
παραγνωρισμένου
συγγραφέα: η αγάπη του για τους φτωχούς και τους αδικημένους μαζί με το
υπερρεαλιστικό στοιχείο
της γραφής, το μυστήριο, την έκπληξη και την αμφισημία. Πρόδρομος μιας εποχής ο
Βουτυράς
σήμερα δεν μοιάζει καθόλου οπισθοδρομικός), εφημ. Το Βήμα (δημοσίευση:
17-08-1997),
http://tovima.dolnet.gr/demo/owa/tobhma.print_unique?e=B&f=12442&m=S08&aa=1&cookie=
.
5. Κώστας Γεωργουσόπουλος, «Με τους αλανιάρηδες», εφημ. Τα Νέα (δημοσίευση:
12-01-2002),
http://ta-nea.dolnet.gr/neaweb/nsearch.print_unique?entypo=A&f=17240&m=P26&aa=1.
6. Χριστόδουλος Λιθαρής, «Η Επιστημονική Φαντασία στην Ελλάδα», Φανταστικά
Χρονικά 1
(Ιανουάριος 2003),
http://www.vensoft.gr/alef0302/FXronika/001/greeksf.htm .