Το
μέλλον των βιβλίων - μέρος ΙΙI
Για να καταλήξουμε όσον
αφορά στην αβασιμότητα της ιδέας της φυσικής εξαφάνισης των βιβλίων, ας πούμε
ότι μερικές φορές ο φόβος αυτός δεν αφορά μόνο τα βιβλία αλλά γενικά κάθε
τυπωμένο υλικό. Φευ, αν, κατά τύχη, κάποιος ήλπιζε ότι οι υπολογιστές, και
ειδικότερα οι επεξεργαστές κειμένου, θα βοηθούσαν στην διάσωση των δασών, αυτό
ήταν απλά ευσεβής πόθος. Οι υπολογιστές ενθαρρύνουν την παραγωγή του τυπωμένου
υλικού. Τα κομπιούτερ δημιουργούν νέους τρόπους παραγωγής και διάδοσης
τυπωμένων κειμένων. Για να ξαναδιαβάσουμε ένα κείμενο, και να το διορθώσουμε
σωστά, αν δεν πρόκειται για ένα σύντομο γράμμα, πρέπει να το εκτυπώσουμε, μετά
να το ξαναδιαβάσουμε, μετά να το διορθώσουμε στον υπολογιστή και να το
ξανατυπώσουμε. Δεν πιστεύω πως κάποιος είναι ικανός να γράψει ένα κείμενο
εκατοντάδων σελίδων και να το διορθώσει χωρίς να το ξανατυπώσει πολλές φορές.
Παρόλα αυτά υπάρχει σήμερα μια καινούρια άποψη στην ποιητική, σύμφωνα με την
οποία ακόμα και ένα βιβλίο-για-διάβασμα, ακόμα και ένα ποίημα, μπορεί να
μετατραπεί σε ένα υπερκείμενο. Σε αυτό το σημείο μετατοπιζόμαστε στη δεύτερη
ερώτηση, αφού το πρόβλημα δεν είναι πια (ή έστω όχι μόνο) φυσικό: αφορά στην
ίδια τη φύση της δημιουργικής δραστηριότητας, της αναγνωστικής διαδικασίας, και
για να ξετυλίξουμε το κουβάρι των ερωτήσεων πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποφασίσουμε
τι εννοούμε με τον όρο «υπερκειμενική σύνδεση» (Hypertextual
link).
Σημειώστε ότι αν η ερώτηση αφορούσε την πιθανότητα ατέρμονων ή απεριόριστων
ερμηνειών από την πλευρά του αναγνώστη, θα είχε πολύ λίγο να κάνει με το
πρόβλημα που συζητάμε. Αυτό έχει να κάνει με την ποιητική του Τζόυς, που πίστευε
για την “Αγρύπνια για τον Φίννεγκαν” ότι είναι ένα κείμενο που έπρεπε να
διαβαστεί από έναν ιδανικό αναγνώστη ο οποίος έχει προσβληθεί από μια ιδανική
αϋπνία.
Αυτό θα αφορούσε τα όρια
της ερμηνείας και τις περιπτώσεις της αποδομητικής ανάγνωσης και της
υπερερμηνείας, στα οποία αφιέρωσα άλλα γραπτά μου. Αυτό που είναι σήμερα στο
μικροσκόπιο, είναι αυτές οι περιπτώσεις στις οποίες η απεραντοσύνη ή έστω η
αόριστη αφθονία ερμηνειών, δεν οφείλεται μόνο στην πρωτοβουλία του αναγνώστη,
αλλά καλύτερα στην φυσική ευλυγισία του ίδιου του κειμένου, το οποίο παράγεται
μόνο και μόνο για να ξαναγραφεί.
Για να καταλάβουμε πως
λειτουργούν τα κείμενα τέτοιου είδους, πρέπει να αποφασίσουμε κατά πόσον είναι
περιορισμένο και συγκεκριμένο το σύμπαν των κειμένων για τα οποία συζητάμε,
περιορισμένο αλλά εικονικά απεριόριστο, αόριστο αλλά περιορισμένο, απεριόριστο
και αχανές.
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να
κάνουμε έναν προσεκτικό διαχωρισμό μεταξύ των συστημάτων και των κειμένων. Ένα
σύστημα (λ.χ. Ένα γλωσσολογικό σύστημα) είναι το σύνολο των πιθανοτήτων που
δίνει μια φυσική γλώσσα. Ένας συγκεκριμένος αριθμός γραμματικών κανόνων
επιτρέπει στον ομιλητή να παράγει απεριόριστο αριθμό προτάσεων και κάθε
γλωσσολογικό στοιχείο μπορεί να ερμηνευθεί με άλλα γλωσσολογικά ή σημειολογικά
στοιχεία, μια λέξη με έναν ορισμό, ένα γεγονός με ένα παράδειγμα, ένα ζώο ή ένα
λουλούδι με μια εικόνα, κλπ, κλπ. Πάρτε ένα κανονικό εγκυκλοπαιδικό λεξικό.
Μπορεί να ορίζει τον σκύλο ως θηλαστικό, και έτσι πρέπει να πας στο λήμμα
«θηλαστικό» και αν εκεί τα θηλαστικά χαρακτηρίζονται ως ζώα κοκ, πρέπει να
ψάξεις το λήμμα «ζώο», κλπ. Την ίδια στιγμή οι ιδιότητες του σκύλου
μπορούν να δοθούν ως παράδειγμα μέσω εικόνων σκύλων διαφορετικής ράτσας, και αν
λέγεται πως μια ράτσα ζει στη Λαπωνία πρέπει να ξέρεις που είναι… Το
σύστημα είναι προκαθορισμένο (μια εγκυκλοπαίδεια είναι φυσικά περιορισμένη) αλλά
εικονικά απεριόριστο με την έννοια ότι μπορείς να γυρίζεις γύρω από αυτό
ασταμάτητα με μια κίνηση
ad
infinitum. Υπό
αυτή την έννοια βέβαια όλα τα βιβλία περιλαμβάνονται μέσα σε ένα καλό λεξικό και
μια καλή γραμματική. Αν είσαι ικανός να χρησιμοποιήσεις σωστά ένα αγγλικό
λεξικό, μπορείς να γράψεις τον Άμλετ, και είναι απλή τύχη ότι κάποιος τον
έγραψε πριν από σένα. Δώσε το ίδιο υπερκειμενικό σύστημα στον Σαίξπηρ και σε
έναν μαθητή και θα πρέπει να ακολουθήσουν την ίδια διαδικασία για να γράψουν το
«Ρωμαίος και Ιουλιέτα».
Οι Γραμματικές, τα Λεξικά
και οι Εγκυκλοπαίδειες είναι συστήματα : χρησιμοποιώντας τα μπορείς να παράγεις
όλα τα κείμενα που θέλεις. Αλλά ένα κείμενο δεν είναι ένα γλωσσολογικό ή ένα
εγκυκλοπαιδικό σύστημα. Ένα κείμενο που μας δίνεται μειώνει τις ατέρμονες ή
ακαθόριστες πιθανότητες ενός συστήματος να δημιουργήσει ένα κλειστό σύμπαν. Αν
προφέρω «Αυτό το πρωί πήρα για πρωινό…», το λεξικό μου επιτρέπει να
απαριθμήσω πολλά πιθανά αντικείμενα, υπό την προϋπόθεση να είναι οργανικά. Αλλά
αν παράγω το κείμενό μου και προφέρω « Αυτό το πρωί πήρα για πρωινό ψωμί και
βούτυρο», έχω αποκλείσει το τυρί, το χαβιάρι και τα μήλα. Ένα κείμενο
ευνουχίζει τις απεριόριστες δυνατότητες ενός συστήματος. Οι «Χίλιες και μια
νύχτες» μπορούν να ερμηνευθούν με πολλούς τρόπους, αλλά η ιστορία λαμβάνει
χώρα στην Μέση Ανατολή και όχι στην Ιταλία, όπως και περιγράφει τα έργα του Αλί
Μπαμπά ή της Σεχραζάτ και δεν αφορά σε έναν καπετάνιο αποφασισμένο να συλλάβει
μια λευκή φάλαινα ή έναν ποιητή από την Τοσκάνη που επισκέπτεται την Κόλαση, το
Καθαρτήριο και τον Παράδεισο…
Ας πάρουμε ένα παραμύθι,
όπως την «Κοκκινοσκουφίτσα». Το κείμενο ξεκινάει με ένα δεδομένο αριθμό
χαρακτήρων και καταστάσεων (ένα μικρό κορίτσι, μια μητέρα, μια γιαγιά, ένα λύκο,
ένα δάσος) και μέσα από μια σειρά συγκεκριμένων βημάτων φτάνει σε μια λύση.
Βέβαια, μπορείς να διαβάσεις το παραμύθι σαν μια αλληγορία και να αποδόσεις
διαφορετικά ηθικά νοήματα στα γεγονότα και στις πράξεις των ηρώων, αλλά δεν
μπορείς να μετατρέψεις την Κοκκινοσκουφίτσα σε Σταχτοπούτα. Η
«Αγρύπνια για τον Φίννεγκαν» είναι ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες, αλλά είναι
σίγουρο ότι δεν θα σου προσφέρει ποτέ την απόδειξη ενός θεωρήματος ή την
ολοκληρωμένη βιβλιογραφία του Γούντι Άλεν. Αυτό φαίνεται ασήμαντο αλλά το βασικό
λάθος πολλών αποδομιστών ήταν ότι πίστευαν πως μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις με
ένα κείμενο. Αυτό είναι σκανδαλωδώς λάθος.
Τώρα ας υποθέσουμε ότι ένα
συγκεκριμένο και περιορισμένο κείμενο είναι οργανωμένο υπερκειμενικά, από πολλές
συνδέσεις που ενώνουν συγκεκριμένες λέξεις με άλλες. Σε ένα λεξικό ή μια
εγκυκλοπαίδεια η λέξη «λύκος» είναι ίσως συνδεδεμένη με κάθε άλλη λέξη
που είναι μέρος του πιθανού ορισμού ή περιγραφής της (ο λύκος είναι συνδεδεμένος
με το ζώο, το θηλαστικό, το άγριος, τα πόδια, τη γούνα, τα μάτια, τα δάση, τα
ονόματα των χωρών στις οποίες βρίσκονται λύκοι …). Στην Κοκκινοσκουφίτσα,
ο λύκος μπορεί να συσχετιστεί μόνο με τα αποσπάσματα του κειμένου όπου
εμφανίζεται ή αναφέρεται ρητά. Η σειρά των πιθανών συνδέσεων είναι περιορισμένη.
Πώς μπορούν οι
υπερκειμενικές στρατηγικές να «ανοίξουν» ένα συγκεκριμένο και περιορισμένο
κείμενο;
Η πρώτη δυνατότητα είναι
να κάνουν το κείμενο φυσικά απεριόριστο, με την έννοια ότι η ιστορία μπορεί να
εμπλουτιστεί με διαδοχικές συνεισφορές διαφορετικών συγγραφέων και σε ένα
δεύτερο επίπεδο, επιτρέψτε μου να πω, είτε σε δύο είτε σε τρεις διαστάσεις.
Εννοώ πως, αν πάρουμε ως παράδειγμα την «Κοκκινοσκουφίτσα», ο πρώτος
συγγραφέας προτείνει μια αρχική συνθήκη (το κορίτσι μπαίνει στο δάσος) και
διάφοροι άλλοι μπορούν να αναπτύξουν την ιστορία ο ένας μετά τον άλλο, και
ειδικότερα, το κορίτσι δεν θα συναντά τον λύκο αλλά τον Αλί Μπαμπά, θα μπαίνουν
και οι δύο σε ένα στοιχειωμένο κάστρο, εκεί θα συναντούν ένα μαγικό κροκόδειλο,
κοκ, ώστε η ιστορία να μπορεί να συνεχίζεται για χρόνια. Αλλά μπορεί να είναι
απεριόριστη και με την έννοια ότι σε κάθε αφηγητική διακλάδωση (λ.χ.. Όταν το
κορίτσι μπαίνει στο δάσος) πολλοί συγγραφείς μπορούν να κάνουν διαφορετικές
επιλογές (για κάποιον από αυτούς θα συναντά τον Πινόκιο, για άλλον θα
μεταμορφώνεται σε κύκνο, ή θα μπαίνει στις Πυραμίδες και θα ανακαλύπτει το
θησαυρό του γιου του Τουταγχαμών).
Αυτό σήμερα είναι εφικτό,
και στο Διαδίκτυο μπορεί κανείς να βρει πολλά ενδιαφέροντα παραδείγματα τέτοιων
λογοτεχνικών παιχνιδιών. Είναι βέβαιο πως σε αυτό το σημείο κάποιος μπορεί να
αναρωτηθεί τι θα συμβεί με την ίδια την έννοια της πατρότητας ενός κειμένου, από
τη μια, και του έργου τέχνης, ως ενός οργανικού συνόλου, από την άλλη.
Θέλω απλά να ενημερώσω το
κοινό μου πως αυτό έχει ήδη συμβεί στο παρελθόν χωρίς να επηρεάσει στο παραμικρό
ούτε την πατρότητα των κειμένων αλλά ούτε και τα οργανικά σύνολα. Το πρώτο
παράδειγμα είναι αυτό της Κομέντια ντελ Άρτε : σε ένα «κανοβάτσο»
(αυτό είναι η περίληψη της βασικής ιστορίας), κάθε παράσταση, ανάλογα με τη
διάθεση και τη φαντασία των ηθοποιών, ήταν διαφορετική από τις άλλες, κι έτσι
δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε ένα συγκεκριμένο έργο τέχνης, αποδιδόμενο σε έναν
μόνο συγγραφέα, με το όνομα «Αρλεκίνο, υπηρέτης δυο αφεντάδων», αλλά
μπορούμε μόνο να καταγράψουμε μια αδιάκοπη σειρά ερμηνειών σίγουρα διαφορετικών
μεταξύ τους. Το τελευταίο παράδειγμα είναι μια ακολουθία τζαζ μουσικής.
Πιστεύουμε ότι υπήρξε μια προνομιούχα εκτέλεση του «Basin
Street
Blues»
, ενώ αργότερα διασώθηκε μόνο μια καταγεγραμμένη ηχογράφηση, αλλά ξέρουμε πως
κάτι τέτοιο δεν είναι αλήθεια. Υπήρξαν τόσα «Basin
Street
Blues»
όσες και οι ερμηνείες τους και θα υπάρχουν στο μέλλον ακόμα περισσότερες, φτάνει
να συναντηθούν δύο ή περισσότεροι ερμηνευτές και να δοκιμάσουν ελεύθερα την
προσωπική και ευφάνταστη εκδοχή τους για το πρωτότυπο θέμα.
Αυτό που θέλω να πω είναι
ότι είμαστε συνηθισμένοι στην απουσία της πατρότητας, με την δημοφιλή συλλογική
τέχνη στην οποία κάθε συμμετέχων προσθέτει κάτι. Τέτοιοι τρόποι εφαρμογής
ελεύθερης δημιουργικότητας είναι καλοδεχούμενοι και αποτελούν μέρος του
πολιτιστικού ιστού μιας κοινωνίας. Παρόλα αυτά, υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στην
εφαρμογή της παραγωγής απεριόριστων και αχανών κειμένων και στην ύπαρξη ήδη
έτοιμων κειμένων, τα οποία μπορούν πιθανά να ερμηνευθούν με πολλούς τρόπους αλλά
είναι φυσικά περιορισμένα. Στην ίδια σύγχρονη κουλτούρα δεχόμαστε και
αξιολογούμε σύμφωνα με διαφορετικά κριτήρια και μια νέα εκτέλεση της Πέμπτης
του Μπετόβεν αλλά και μια του «Basin
Street».
Με αυτή την έννοια, δεν βλέπω πώς μπορεί το μαγευτικό παιχνίδι παραγωγής
συλλογικών ατελείωτων ιστοριών στο Διαδίκτυο να μας στερήσει από την λογοτεχνία
και την τέχνη γενικότερα.
I - II - III -
IV
<-----
Αρχική
|