Umberto Eco
Φυτική
και ανόργανη μνήμη : Το μέλλον των βιβλίων
Απόδοση στα ελληνικά: Ελένη Τουλούπη
(Η ομιλία δόθηκε την 1η Νοεμβρίου 2003 στη βιβλιοθήκη της
Αλεξάνδρειας).
Έχουμε τρεις τύπους
μνήμης. Η πρώτη είναι η οργανική, δηλαδή η μνήμη
που είναι φτιαγμένη από σάρκα και αίμα, αυτή την οποία
διαχειρίζεται ο εγκέφαλός μου. Η δεύτερη είναι η ανόργανη, και με αυτή την
έννοια η ανθρωπότητα έχει γνωρίσει δύο είδη τέτοιας μνήμης : χιλιετίες πριν ήταν
η μνήμη που αντιπροσωπευόταν από πήλινα πινακίδια και οβελίσκους, πολύ γνωστά σε
αυτή τη χώρα, όπου οι άνθρωποι σκάλιζαν τα κείμενά τους. Και το δεύτερο είναι η
ηλεκτρονική μνήμη των σημερινών υπολογιστών, βασισμένη στη σιλικόνη. Αλλά
γνωρίσαμε κι άλλο ένα είδος μνήμης, την φυτική, αυτή που αντιπροσώπευαν οι
πρώτοι πάπυροι, πάλι πολύ γνωστοί σε αυτή τη χώρα, και μετά τα βιβλία, φτιαγμένα
από χαρτί. Αφήστε με να αγνοήσω το γεγονός ότι σε μια συγκεκριμένη στιγμή το
χαρτί των πρώτων γραπτών ήταν οργανικής προέλευσης, όπως και το ότι το πρώτο
χαρτί ήταν φτιαγμένο από πανιά και όχι ξύλο. Ας μιλήσω για χάρη της απλότητας
για την μνήμη για να χαρακτηρίσω τα βιβλία.
Αυτό το μέρος υπήρξε και
θα υπάρξει στο μέλλον αφιερωμένο στη διατήρηση των βιβλίων, μα είναι και θα
παραμείνει ένας ναός της φυτικής μνήμης. Οι βιβλιοθήκες, στο πέρας των αιώνων,
υπήρξαν ο πιο σημαντικός τρόπος διατήρησης της συλλογικής μας σοφίας. Υπήρξαν
και ακόμα υπάρχουν ένα είδος παγκόσμιου εγκεφάλου όπου μπορούμε να ανακαλέσουμε
ό,τι ξεχάσαμε και ό,τι δεν ξέρουμε ήδη. Αν μου επιτρέπετε να χρησιμοποιήσω μια
τέτοια μεταφορά, μια βιβλιοθήκη είναι η καλύτερη μίμηση που έγινε ποτέ ενός
θεϊκού μυαλού, από ανθρώπινα όντα, όπου όλο το σύμπαν γίνεται ορατό και
αντιληπτό την ίδια στιγμή. Ένα άτομο που θα μπορούσε να αποθηκεύσει στο μυαλό
του/της τις πληροφορίες που του παρέχει μια σπουδαία βιβλιοθήκη, θα μπορούσε να
ξεπεράσει κατά κάποιο τρόπο το μυαλό του Θεού. Με άλλα λόγια, εφεύραμε τις
βιβλιοθήκες γιατί ξέρουμε πως δεν έχουμε θεϊκές δυνάμεις αλλά προσπαθούμε να
κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τις μιμηθούμε.
Το να χτίσουμε ή καλύτερα
να ξαναχτίσουμε μια από τις σπουδαιότερες βιβλιοθήκες του κόσμου μπορεί να
ακούγεται σαν πρόκληση. Συμβαίνει συχνά, σε άρθρα εφημερίδων ή σε ακαδημαϊκά
γραπτά, κάποιοι συγγραφείς μπροστά στη νέα εποχή του Διαδικτύου και των
υπολογιστών, να μιλούν για ένα πιθανό θάνατο των βιβλίων.
Αν
τα βιβλία επρόκειτο να εξαφανιστούν, όπως έκαναν οι οβελίσκοι και τα πήλινα
πινακίδια των αρχαίων πολιτισμών, αυτό δεν θα ήταν αρκετό για να καταστραφούν οι
βιβλιοθήκες. Αντίθετα, θα έπρεπε να επιβιώσουν ως μουσεία που διατηρούν τα
ευρήματα του παρελθόντος, όπως διατηρείται σε μουσείο η λίθος Ροζέτα, μόνο και
μόνο επειδή δεν είμαστε συνηθισμένοι στο να σκαλίζουμε τα κείμενά μας σε
ανόργανες επιφάνειες. Παρόλα αυτά, ο έπαινός μου στις βιβλιοθήκες θα είναι ακόμα
πιο αισιόδοξος. Ανήκω στους ανθρώπους που πιστεύουν ακόμα πως τα τυπωμένα βιβλία
έχουν μέλλον και ότι όλοι οι φόβοι σε σχέση με την εξαφάνισή τους είναι μόνο ένα
ακόμα παράδειγμα των φόβων και τρόμων της χιλιετίας σχετικά με το τέλος κάποιου
πράγματος, συμπεριλαμβανομένου και του κόσμου.
Κατά τη διάρκεια πολλών
συνεντεύξεων ήμουν υποχρεωμένος να απαντήσω σε ερωτήσεις του τύπου : «Θα κάνουν
περιττά τα βιβλία τα νέα ηλεκτρονικά μέσα;», «Θα κάνει περιττή τη Λογοτεχνία το
Διαδίκτυο;», «Θα εξαφανιστεί η ιδέα της συγγραφής από το νέο υπερκειμενικό
πολιτισμό;». Όπως μπορείτε να δείτε, αν έχετε ένα ισορροπημένο μυαλό, αυτές
είναι διαφορετικές ερωτήσεις και, αναλογιζόμενοι το άγχος με το οποίο τέθηκαν ,
κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί πως ο δημοσιογράφος αισθάνεται ασφαλής όταν η
απάντηση είναι «Όχι, ηρέμησε, όλα είναι ΟΚ». Λάθος. Αν τους πεις ότι τα βιβλία,
η λογοτεχνία, η συγγραφή δεν θα εκλείψουν, δείχνουν απελπισμένοι. Πού είναι τότε
το λαβράκι ; Να δημοσιεύσεις ότι κάποιος που έχει κερδίσει Νόμπελ είναι νεκρός,
αποτελεί είδηση. Το να πεις ότι είναι μια χαρά και ζωντανός δεν ενδιαφέρει κανέναν,
εκτός από τον ίδιο, υποθέτω.
Αυτό που θέλω να κάνω
σήμερα είναι να προσπαθήσω να ξεμπερδέψω ένα κουβάρι από ανησυχίες για
διαφορετικά προβλήματα. Το να ξεκαθαρίσουμε τις απόψεις μας για αυτά τα
διαφορετικά προβλήματα, μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα τι
εννοούμε συνήθως με τους όρους «βιβλίο, κείμενο, λογοτεχνία, ερμηνεία, κλπ».
Έτσι θα δείτε πως από μια ανόητη ερώτηση μπορούν να προκύψουν πολλές σοφές
απαντήσεις και αυτά είναι μάλλον η πολιτισμική λειτουργία των αφελών
συνεντεύξεων.
Ας ξεκινήσουμε με μια
αιγυπτιακή ιστορία, παρότι ειπώθηκε από έναν Έλληνα. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα
(στον «Φαίδρο), όταν ο Ερμής, ο φερόμενος ως επινοητής της συγγραφής,
παρουσίασε την επινόησή του στον Φαραώ Θαμούς, ο Φαραώ εγκωμίασε την τόσο
πρωτάκουστη τεχνική, η οποί θα επέτρεπε στους ανθρώπους να θυμούνται ό,τι
διαφορετικά θα ξεχνούσαν. Αλλά ο Φαραώ δεν ήταν τόσο χαρούμενος. «Επιδέξιε Θευθ
- είπε- η μνήμη είναι ένα σπουδαίο δώρο που θα έπρεπε να μείνει ζωντανή με την
συνεχή άσκησή της. Με την εφεύρεσή σου, οι άνθρωποι δεν θα είναι πια
αναγκασμένοι να εξασκούν τη μνήμη τους. Θα θυμούνται τα πράγματα, όχι εξαιτίας
μιας εσωτερικής προσπάθειας, αλλά χάρη στην απλή χρήση ενός εξωτερικού μέσου.
Μπορούμε να κατανοήσουμε
την ανησυχία του Φαραώ. Η γραφή, όπως κάθε νέα τεχνολογική ανακάλυψη, θα
αποχαύνωνε την ανθρώπινη δύναμη, την οποία υποτίθεται θα αναπλήρωνε και θα
ενδυνάμωνε. Η γραφή ήταν επικίνδυνη γιατί θα μείωνε τις δυνάμεις του μυαλού,
προσφέροντας στους ανθρώπους μια πετρωμένη ψυχή, μια καρικατούρα του μυαλού, μια
ανόργανη μνήμη.
Το κείμενο του Πλάτωνα
είναι ειρωνικό, φυσικά. Ο Πλάτωνας έγραφε τα επιχειρήματά του ενάντια στο
γράψιμο. Αλλά προσποιούταν ότι ο λόγος του λεγόταν από τον Σωκράτη, ο οποίος δεν
έγραφε (μια και δεν εξέδιδε, χάθηκε στην πορεία του ακαδημαϊκού του αγώνα).
Στις μέρες μας, κανείς δε
μοιράζεται την ανησυχία του Φαραώ, για δύο πολύ απλούς λόγους. Πρώτα απ’ όλα,
ξέρουμε ότι τα βιβλία δεν είναι ένας τρόπος για να κάνουμε τους άλλους να
σκέφτονται στη θέση μας. Αντίθετα είναι μηχανές που προκαλούν ακόμα πιο πολλές
σκέψεις. Μόνο μετά την ανακάλυψη της γραφής ήταν δυνατό να γραφτεί ένα τέτοιο
έργο τέχνης για την αυθόρμητη μνήμη, όπως «Η αναζήτηση του χαμένου χρόνου»
του Προυστ. Δεύτερον, αν μια φορά κι έναν καιρό, οι άνθρωποι έπρεπε να εξασκούν
τη μνήμη τους για να θυμούνται πράγματα, μετά την ανακάλυψη της γραφής έπρεπε να
εξασκούν τη μνήμη τους επιπλέον για να θυμούνται αυτά που είναι γραμμένα στα
βιβλία. Τα βιβλία βελτιώνουν και κινητοποιούν τη μνήμη. Δεν τη ναρκώνουν.
Παρόλα αυτά , ο Φαραώ
εξέφραζε έναν αιώνιο φόβο. Τον φόβο ότι ένα νέο τεχνολογικό επίτευγμα μπορούσε
να σκοτώσει κάτι που θεωρούμε πολύτιμο και γόνιμο.
Χρησιμοποίησα το ρήμα
«σκοτώνω» επίτηδες μια και 14-15 αιώνες μετά ο Ουγκώ στην «Παναγία των
Παρισίων», διηγήθηκε την ιστορία ενός ιερέα, του Κλοντ Φρόλο, οποίος
κοιτούσε λυπημένος τους πύργους του καθεδρικού του ναού. Η ιστορία αυτή λαμβάνει
χώρα στον ΧV
αιώνα, μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας. Πριν από αυτό, τα χειρόγραφα
προορίζονταν σε ένα περιορισμένο αριθμό μορφωμένων ανθρώπων, αλλά ο μόνος τρόπος
για να διδαχθούν οι μάζες για τις ιστορίες της Βίβλου, τη ζωή του Χριστού και
των Αγίων, τις ηθικές αρχές, ακόμα και τα γεγονότα της εθνικής ιστορίας ή και τα
πιο απλά νοήματα της γεωγραφίας ή των θετικών επιστημών (τη φύση άγνωστων
ανθρώπων και τα γνωρίσματα των φυτών και των πετρωμάτων), ήταν οι εικόνες ενός
καθεδρικού. Ένας μεσαιωνικός καθεδρικός ήταν ένα είδος μόνιμου και αμετάβλητου
τηλεοπτικού προγράμματος, το οποίο θα έλεγε στους ανθρώπους τα πάντα, απαραίτητο
οχυρό για την καθημερινότητά τους και την αιώνια ζωή.
Τώρα ο Φρόλο έχει στο
τραπέζι του ένα τυπωμένο βιβλίο και ψιθυρίζει «
Ceci
tuera
cela»,
«αυτό θα σκοτώσει το άλλο». (Το βιβλίο θα σκοτώσει τον καθεδρικό, το αλφάβητο θα
σκοτώσει τις εικόνες). Το βιβλίο θα αποσπάσει τους ανθρώπους από τις πιο
σημαντικές αξίες τους, ενθαρρύνοντας τις αχρείαστες πληροφορίες, μια ελεύθερη
απόδοση των Γραφών, μια παράλογη περιέργεια.
Κατά
τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, ο Μάρσαλ Μακ Λιούαν, έγραψε το «Ο Γαλαξίας
του Γουτεμβέργιου», όπου ανακοίνωσε πως ο γραμμικός τρόπος σκέψης που
υποστηρίχθηκε από την ανακάλυψη της τυπογραφίας, ήταν στα πρόθυρα του να
αντικατασταθεί από έναν πιο σφαιρικό τρόπο αντίληψης και κατανόησης μέσω των
εικόνων της τηλεόρασης ή άλλου είδους ηλεκτρονικών συσκευών. Αν όχι ο Μακ Λιούαν
, πολλοί από τους αναγνώστες έδειξαν με το δάχτυλό τους πρώτα μια οθόνη
τηλεόρασης και μετά ένα τυπωμένο βιβλίο λέγοντας «αυτό θα σκοτώσει το άλλο».
Αν ο Μακ Λιούαν έμενε λίγο
ακόμα ανάμεσά μας, θα ήταν ο πρώτος που θα έγραφε κάτι σαν το «Ο
Γουτεμβέργιος ξαναχτυπά». Φυσικά ο υπολογιστής είναι ένα εργαλείο μέσω του
οποίου κάποιος μπορεί να παράγει και να επεξεργαστεί εικόνες, σίγουρα οι οδηγίες
δίνονται με τη βοήθεια των εικονιδίων. Αλλά βέβαια ο υπολογιστής εξίσου έγινε
πρώτα από όλα ένα εργαλείο γραμματισμού. Στην οθόνη του τρέχουν
λέξεις, γραμμές και προκειμένου να χρησιμοποιήσεις έναν υπολογιστή πρέπει να
μπορείς να διαβάζεις και να γράφεις. Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στον πρώτο
«Γαλαξία του Γουτεμβέργιου» και τον δεύτερο; Πολλές.
Πρώτα από όλα ήταν μόνο ο αρχαίος επεξεργαστής κειμένου των αρχών της δεκαετίας
του ’80 που παρείχε ένα είδος γραμμικής γραπτής επικοινωνίας. Σήμερα οι
υπολογιστές δεν είναι απεικονίζουν τις πληροφορίες γραμμικά, αφού τις παρουσιάζουν
με μια υπερκειμενική δομή.
I - II -
III - IV
<-----
Αρχική
|