Εκλογικός κατάλογος χωριών
1914
Σε ξεχωριστό Εκλογικό Κατάλογο, του 1914, που περιλαμβάνει τα χωριά Βάρη,
Γαλησσά, Μάννα, Πάγο και Ποσειδώνια, υπάρχουν 599 άνδρες εκλογείς καθολικοί το
θρήσκευμα. *Απ' αυτούς, οι 536 δηλώνουν ως επάγγελμα γεωργοί, δηλαδή το 89,5%.
Τα επαγγέλματα των υπολοίπων 63 εκλογέων είναι:
Εξέλιξη του πληθυσμού της Ερμούπολης 1821-1856
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΕΡΜΟΥΠΟΛΗΣ |
ΕΤΟΣ |
ΚΑΤΟΙΚΟΙ |
1821 |
150 |
1828 |
13805 |
1832 |
15469 |
1834 |
12392 |
1840 |
12446 |
1841 |
12203 |
1842 |
11170 |
1843 |
12201 |
1844 |
12151 |
1848 |
19410 |
1850 |
19977 |
1853 |
19981 |
1856 |
16830 |
Πηγή: Β.Καρδάση : Σύρος
,Σταυροδρόμι της Α. Μεσογείου
ΠΗΓΗ 1
Παρατηρούνται φαινόμενα σταδιακής παρακμής στα σημαντικότερα λιμάνια, που
αντλούσαν την οικονομική τους δύναμη από ναυτιλιακές δραστηριότητες. Μόνο η
Ερμούπολη παρουσιάζει εντυπωσιακή άνθηση στο διάστημα 1830-1870, όταν κυριαρχεί
στο διαμετακομιστικό εμπόριο του Αιγαίου που γίνεται ακόμα με ιστιοφόρα. Αλλά τα
λιμάνια που είχαν πλουτίσει από τη ναυτιλία (το Γαλαξίδι, η Ναύπακτος, οι
Σπέτσες, η Κύμη, και κυρίως η Ύδρα και είχαν δημιουργήσει σ’ αυτή τη βάση μικρές
αλλά συμπαγείς αστικές κοινότητες, γρήγορα καταστράφηκαν και έχασαν τον
πρωτοαστικό χαρακτήρα τους.
Τα ιστιοφόρα που άλλοτε, στην περίοδο 1700-1820, πλούτιζαν τους νησιώτες, είχαν
αποδεκατιστεί από τον πόλεμο (οι απώλειες σκαφών κυμαίνονταν από 50 ως 60%).
Σιγά σιγά βέβαια, επισκευάστηκαν ή αντικαταστάθηκαν, αλλά η αναπόφευκτη και
βαθμιαία εκτόπισή τους από τα ατμοκίνητα πλοία, έδωσε γερό χτύπημα στους
παραδοσιακούς καραβοκύρηδες. Από το 1850, μειώνονται προοδευτικά οι ναυπηγικές
εργασίες των νησιών, καθώς και το σύνολο των δραστηριοτήτων που είχαν αναπτυχθεί
γύρω από τη ναυτιλία.
Η Σύρος, αδιαμφισβήτητο κέντρο και διαμετακομιστική αποθήκη του Αιγαίου,
συγκεντρώνει από το 1864 τα μισά περίπου σκάφη. Τα ναυπηγεία διευκόλυναν την
κατασκευή ολοένα και μεγαλύτερων πλοίων για να αντιμετωπιστεί ο ανταγωνισμός με
τα ευρωπαϊκά ατμόπλοια.
Οι μετασχηματισμοί αυτοί επηρέασαν βαθύτατα τη λειτουργία των τάξεων που
ασκούσαν τις ναυτιλιακές δραστηριότητες. Ένα μεγάλο τμήμα αυτής της τάξης των
εφοπλιστών είχε συγκροτηθεί με βάση το κεφάλαιο που συσσωρευόταν από το
παραδοσιακό θαλάσσιο εμπόριο. Αλλά η καινούργια “καπιταλιστική” ναυτιλία
απαιτούσε σημαντικές επενδύσεις και ήταν λειτουργικά διαφοροποιημένη από τα
τοπικά της ερείσματα, γύρω από τα οποία είχαν αναπτυχθεί οι συμπαγείς και
διαρθρωμένες αστικές κοινότητες των νησιών.
Πολύ σύντομα, λοιπόν, αρχίζουν να παρακμάζουν όλες αυτές οι πόλεις –ακόμα και η
Σύρος από το 1880. Πράγματι, από τη στιγμή που γενικεύτηκε η χρήση των
ατμοκίνητων σκαφών, η ναυτιλία μετατράπηκε βαθμιαία σε οικονομική επιχείρηση
μεγάλης εμβέλειας. Αναπόφευκτα, το οργανωτικό κέντρο της μετατοπίστηκε προς την
πρωτεύουσα, και από κει, με λιμάνι τον Πειραιά, κυριάρχησε σιγά σιγά σ’ όλο το
εσωτερικό θαλάσσιο εμπόριο και (κυρίως) στο εξωτερικό εμπόριο, που άνθιζε το
ελληνικό χρηματιστικό κεφάλαιο του εξωτερικού.
Έτσι, λοιπόν, από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας και με εξαίρεση της
Ερμούπολης και των λιμανιών που εξυπηρετούσαν εκτεταμένη ενδοχώρα, διατηρώντας
μ’ αυτόν τον τρόπο τις λειτουργίες τους σαν οικονομικές και πολιτιστικές
πρωτεύουσες, τα περισσότερα παράκτια κέντρα παρακμάζουν με γοργό ρυθμό. Εξαίρεση
αποτελεί το φαινόμενο των επτανησιακών πόλεων, οι οποίες διατήρησαν το χαρακτήρα
τους, λόγω της μεγάλης έκτασης των νησιών. Και εδώ, όμως, οι αστικές λειτουργίες
τους υπέστησαν τις ίδιες περίπου συνέπειες με τα παραδοσιακά αστικά κέντρα της
ενδοχώρας, εντασσόμενες στον οργανωμένο νεοελληνικό κρατικό χώρο. Και αν η
Κέρκυρα και η Ζάκυνθος δεν έχασαν τον αστικό τους χαρακτήρα μέσα σε λίγα χρόνια,
όπως η Ύδρα και η Σκόπελος, όμως σιγά σιγά ο πληθυσμός λιγόστεψε.
Σ’ όλη αυτή την περίοδο, αδιάκοπη ανάπτυξη παρουσιάζουν μόνο τα λιμάνια και τα
κέντρα του εξαγωγικού εμπορίου, που δημιουργήθηκαν κυρίως μετά το 1850, σε
σημεία που εξυπηρετούσαν άμεσα τις περιοχές που παρήγαν αγροτικά εξαγώγιμα
προϊόντα. Έτσι η σταφίδα, βασικό εξαγώγιμο προϊόν, αποτελεί τη βάση της
ανάπτυξης των λιμανιών της Πελοποννήσου και κυρίως της Πάτρα που έγινε η
πλουσιότερη πόλη μετά την παρακμή της Ερμούπολης. Με την προσάρτηση της
Θεσσαλίας, θα προστεθεί και ο Βόλος. Και αν η Πάτρα, ο Βόλος κι η Καλαμάτα
υπήρξαν, από το 1880-1890, εμβρυακά κέντρα βιομηχανικής παραγωγής, η ανάπτυξή
τους οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στις λιμενικές τους λειτουργίες, και,
προκειμένου για τα λιμάνια της Πελοποννήσου στην εξαγωγή της σταφίδας.
Με λίγα λόγια, η παρακμή πόλεων του ελληνικού χώρου ήταν ένα σχεδόν γενικευμένο
φαινόμενο. Για πολλαπλούς λόγους, με την ελληνική ανεξαρτησία, όλες οι τοπικές
αστικές δραστηριότητες εξολοθρεύονται. Τα μόνα αστικά κέντρα που δημιουργήθηκαν
και αναπτύχθηκαν από τότε, εκτός από την πρωτεύουσα, υπήρξαν η Ερμούπολη, κέντρο
διαμετακομιστικού εμπορίου, και τα λιμάνια εξαγωγών. Και στις δυο περιπτώσεις,
οι δραστηριότητές τους συνδέονται με τις οικονομικές σχέσεις που είχε ο
ελληνικός χώρος με το εξωτερικό. Τα υπόλοιπα αστικά κέντρα, μένουν στάσιμα ή
παρακμάζουν οριστικά.
Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και αναπαραγωγή, σσ. 174-176
ΠΗΓΗ 2
Αποδεσμευμένοι από τους εξαναγκασμούς που υφίσταντο ως “υποταγμένη εθνότητα” στο
πλαίσιο της Αυτοκρατορίας, οι επιχειρηματίες που εγκαθίστανται στη Σύρα, με
επικεφαλής τους Χιώτες μεγαλεμπόρους, θα μπορέσουν επιτέλους να αξιοποιήσουν το
εμπορικό τους ταλέντο. Καθώς ελέγχουν τα δίκτυα των ανταλλαγών στην περιοχή, και
βρίσκονται σε διαρκή επαφή με τους συγγενικούς τους ελληνικούς εμπορικούς οίκους
της διασποράς, στο Λονδίνο, τη Μασσαλία, το Άμστερνταμ, την Τεργέστη ή την
Οδησσό, θα καταστήσουν τη νέα τους πατρίδα αναγκαίο ενδιάμεσο σταθμό στην κίνηση
των ανταλλαγών ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή. “Επειδή και σεις μετέρχεσθε το
εμπόριον της μανιφατούρας, έχετε μέγα συμφέρον να εξοδεύετε όσον δύνασθε πράγμα
εδώ, καθώς και άλλοι κάμνουν (…). Είναι περιττόν να σας είπω ότι αι υποθέσεις
σας θέλουν θεωρείσθαι με συγγενικόν ζήλον…”, γράφει ο Λουκάς Ράλλης, πιθανότατα
στους συγγενείς του στο Λονδίνο. Η Σύρα θα γίνει, λοιπόν, ένα είδος αποθήκης,
ένα εμπορικό πρακτορείο της ανατολικής Μεσογείου. Αγοράζει από τη Δύση, χονδρικά
και επί πιστώσει τις περισσότερες φορές, υφάσματα βαμβακερά και μάλλινα,
σιδερικά και είδη κιγκαλερίας, δέρματα και ζάχαρη, και τα συγκεντρώνει στις
αποθήκες της διαμετακόμισης ώσπου να τα μοιράσει σιγά σιγά στα διάφορα λιμάνια
της Ελλάδας και του Αρχιπελάγους, “όπου οι αποστολές εμπορευμάτων γίνονται
σταδιακά, κάθε φορά που παρουσιάζονται οι αντίστοιχες ανάγκες…”. Σε αντάλλαγμα
συγκεντρώνει και εξάγει τα προϊόντα του περίγυρου: δημητριακά, σπόγγους και
ακατέργαστα δέρματα, βερμιγιόν και φυσικά το μετάξι.
………………………………………………………………………………………….
Εδώ οι εμπορικές και τραπεζικές πράξεις αποτελούν μέρος της καθημερινότητας: το
παιγνίδι με τις μεταβολές των τιμών στο χρόνο ή με τις διαφορές τους από τόπο σε
τόπο, οι αγοραπωλησίες συναλλαγμάτων, η προεξόφληση συναλλαγματικών. Χωρίς να
ξεχνάμε και τις συμφωνίες για ναύλωση καραβιών που κλείνονται επί τόπου· γιατί,
εκτός των άλλων, η Σύρα θα γίνει και το κέντρο της ιστιοφόρου εμπορικής
ναυτιλίας που ανασυγκροτείται ταχύτατα, μετά τις καταστροφές του πολέμου, και
ξαναβρίσκει την κυρίαρχη θέση της στην ακτοπλοΐα του Αρχιπελάγους, αλλά και στη
μεταφορά των δημητριακών από τη Μαύρη Θάλασσα και τις εκβολές του Δούναβη στη
Μασσαλία και το Κάδιξ.
Χρ. Αγριαντώνη, Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα,
Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1986, σσ. 84-86
Η ΒΥΡΣΟΔΕΨΙΑ ΤΗΣ ΕΡΜΟΥΠΟΛΗΣ
Αλλά όσο αρχαϊκή και αν είναι η βυρσοδεψία της Ερμούπολης, παραμένει το γεγονός
ότι στα μέσα του 19ου αιώνα τα κατεργασμένα δέρματά της αντιπροσωπεύουν το
σημαντικότερο μη αγροτικό προϊόν της Ελλάδας που εξάγεται, και ότι πουθενά αλλού
στη χώρα δεν συναντούμε, την εποχή εκείνη, κάποιαν άλλη δευτερογενή
δραστηριότητα ανάλογης κλίμακας, που να συγκεντρώνει τόσο μεγάλον αριθμό εργατών
κάτω από την ίδια στέγη. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να πούμε ότι η εκβιομηχάνιση
της Ελλάδας ξεκίνησε από την Ερμούπολη. Σε τελευταία ανάλυση η “αποθήκη” του
Αρχιπελάγους δεν έχει μεγάλη σχέση με την υπόλοιπη χώρα· η Ερμούπολη δεν αντλεί
τα πλούτη της από τη χώρα αυτή, η βιομηχανική της ανάπτυξη δεν προκύπτει από
δομικές αλλαγές της εθνικής οικονομίας. Οι πρώτες ερμουπολίτικες βιομηχανίες
απευθύνονται σ’ έναν ευρύτερο χώρο, την ανατολική Μεσόγειο· αλλά η ενότητα του
χώρου αυτού επρόκειτο, αργά ή γρήγορα, να διαρραγεί από τους πολιτικούς και
οικονομικούς ανταγωνισμούς.
Χ. Αγριαντώνη, ό.π., σ. 97
ΕΡΜΟΥΠΟΛΗ, Η “ΑΠΟΘΗΚΗ” ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ -
Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΤΑΝΖΙΜΑΤ
Η Ερμούπολη ζει, λοιπόν, από το εμπόριο και τη ναυτιλία. Ωστόσο η κατάστασή της
αποτελεί εξαίρεση, η ευημερία της είναι συγκυριακή, όπως ήταν συγκυριακές και οι
συνθήκες που τη δημιούργησαν. Ήδη από τη δεκαετία του 1840 η πόλη ζει σε ένα
κλίμα προσωρινότητας, υπό διαρκή αναστολή κατά κάποιο τρόπο. Από μια άποψη ο
ρόλος της στο δίκτυο των ανταλλαγών παρατείνει την ένταξη της Ελλάδας στην
Οθωμανική Αυτοκρατορία, προϋποθέτει και συντηρεί την εύθραυστη ισορροπία ενός
γεωγραφικού και οικονομικού χώρου που ήταν κάποτε ενιαίος, μια ισορροπία όμως
που η πολιτική ρήξη τείνει να ανατρέψει. Την Ερμούπολη την απειλεί τόσο η
βούληση του νέου κράτους να ξεκόψει από τον παλιό κόσμο, με τη νομοθεσία του, με
τις υγειονομικές διατάξεις του, με τα τελωνεία του, όσο και οι απόπειρες
εκσυγχρονισμού της Αυτοκρατορίας, που κινδυνεύουν να αχρηστεύσουν τα
πλεονεκτήματά της. Η μεταρρύθμιση του Τανζιμάτ και της τελωνειακής νομοθεσίας,
οι συμβάσεις που υπογράφουν οι Οθωμανοί με τις ευρωπαϊκές χώρες, “προκάλεσαν
στους εμπόρους φόβους για το μέλλον της πόλης τους. Αρκετοί σκέπτονται κιόλας να
περάσουν στην Τουρκία…”· γιατί “οι έμποροι που είναι εγκατεστημένοι στην
Τουρκία, επειδή δεν έχουν πια να φοβούνται τις αυθαιρεσίες των πασάδων (…)
αρχίζουν να εισάγουν απευθείας από την Ευρώπη τα εμπορεύματα που περνούσαν ως
τώρα από τις ελληνικές αποθήκες…”. Αυτό είναι άλλωστε αναπόφευκτη συνέπεια της
οικονομικής ανάπτυξης στην ευρύτερη περιοχή, που επίσης απειλεί να αχρηστεύσει
το ρόλο του ενδιάμεσου που παίζει η Ερμούπολη. Όπως η πρόοδος της τεχνολογίας
απειλεί το άλλο στοιχείο της δύναμής της: η ιστιοπλοΐα είναι πράγματι
καταδικασμένη.
Χ. Αγριαντώνη, ό.π., σ. 87
ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΠΟΛΕΙΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΝΟΥΝ ΤΟ 66%
ΤΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ
ΤΟ 82% ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ (Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΣΤΑ 1875)
Η γεωγραφική κατανομή του δυναμικού της βιομηχανίας μας αποκαλύπτει την εξέχουσα
θέση που κατέχουν, στο σύνολο, μια χούφτα πόλεις, οι οποίες συγκεντρώνουν το 66%
των εγκαταστάσεων και το 82% των εργατών· μας αποκαλύπτει ακόμα τις διαφορές στη
δομή της βιομηχανίας, από τη μια πόλη στην άλλη (η κατανομή δίνεται και πάλι εδώ
σε ποσοστά).
Πόλη ή ομάδα πόλεων |
Καταστήματα (%) |
Ιπποδύναμη (%) |
Εργάτες (%) |
Μέση ιπποδύναμη (ΑΙ ανά
κατάστημα) |
Μέσο μέγεθος (εργάτες ανά
κατάστημα) |
Πειραιάς
Ερμούπολη
Πάτρα
Αθήνα
Καλαμάτα
Σύνολο
(5 πόλεις)
Επτάνησος
(4 πόλεις)
Άλλες πόλεις (15) |
28,0
13,1
12,2
7,5
5,6
66,4
11,2
22,4
100.0 |
40,0
13,8
9,3
6,5
3,7
73,6
11,5
14,9
100,0 |
34,0
25,4
8,2
5,3
9,5
82,4
6,7
10,9
100,0 |
25
18,5
13
15
11,5
19
18
11,5 |
54
86
30
31
76
55
26
14
|
Χ. Αγριαντώνη, ό.π., σ. 210
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ: Η ΜΕΤΑΞΟΚΛΩΣΤΙΚΗ
Η ΒΥΡΣΟΔΕΨΙΑ ΤΗΣ ΕΡΜΟΥΠΟΛΗΣ
Για την Ελλάδα, η μεταξοκλωστική είναι πράγματι η πρώτη βιομηχανία, με την
έννοια μιας συστηματικής μεταποιητικής δραστηριότητας που στεγάζεται, για πρώτη
φορά, σε συγκεντρωμένες μονάδες παραγωγής, που εισάγει δηλαδή στη χώρα το
εργοστασιακό σύστημα. Ωστόσο δεν μπορούμε να μιλήσουμε ακόμα περί απαρχών
εκβιομηχάνισης. Το φαινόμενο είναι εντοπισμένο, περιορισμένο στον γεωγραφικό και
οικονομικό χώρο, και δεν συνεπάγεται ουσιαστικούς μετασχηματισμούς της
οικονομικής και κοινωνικής δομής. Κυριαρχεί άλλωστε η εμπορική του διάσταση.
Στην ουσία, τα εργοστάσια αυτά είναι έργο εμπόρων (μεταξιού και κουκουλιών
μεταξύ άλλων), για τους οποίους η επιτόπου κατεργασία είναι ένα συμπλήρωμα της
εμπορικής δραστηριότητας, ίσως μια εναλλακτική λύση προκειμένου να
αντιμετωπιστούν οι μεταπτώσεις των τιμών ή η μείωση της ζήτησης των πρώτων υλών
στην αγορά. Όπως ακριβώς και μια άλλη βιομηχανία που αναπτύσσεται την ίδια
εποχή, δηλαδή η βυρσοδεψία της Ερμούπολης, πρόκειται για δραστηριότητα
παραπληρωματική του μεγαλεμπορίου. Η “βιομηχανική της διάσταση” θα γίνει
κυρίαρχη την εποχή της “απογείωσης” της βιομηχανίας, φαινομένου πολύ ευρύτερης
εμβέλειας, το οποίο χρονολογείται από το τέλος της δεκαετίας του 1860 - πρώτο
μισό της δεκαετίας του 1870. Επτά νέα μεταξουργεία θα ιδρυθούν τότε, χάρη στην
πρωτοβουλία μιας κοινωνικής ομάδας που διαφέρει αισθητά από εκείνη των
μεγαλεμπόρων ή των αλλοδαπών μεμονωμένων επιχειρηματιών.
Χ. Αγριαντώνη, ό.π., σ. 60
ΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΩΝ ΤΩΝ
ΚΑΤΕΡΓΑΣΜΕΝΩΝ ΔΕΡΜΑΤΩΝ
Πιο θεαματική απ’ όλες τις άλλες είναι η πτώση των εξαγωγών των κατεργασμένων
δερμάτων· εδώ είναι κυρίως που η αδυναμία των ελλήνων κατασκευαστών να
διαφοροποιηθούν αισθητά από την παραδοσιακή βιοτεχνία της ευρύτερης περιοχής
αποδεικνύεται αποφασιστικός παράγοντας. Πράγματι οι μέθοδοι κατεργασίας δεν
διαφέρουν ουσιαστικά, ανάμεσα στα μεγάλα καταστήματα της Ερμούπολης και τα άλλα
μικρότερα βυρσοδεψεία που φυτρώνουν λίγο - πολύ παντού, κατά τη δεκαετία του
1880, στα νησιά του Αιγαίου, και κυρίως στη Χίο, τη Σάμο και τη Μυτιλήνη. Έτσι,
αν οι δύο απότομες κάμψεις της καμπύλης των εξαγωγών (στα 1866-70 και στα
1876-81) οφείλονται στα πολιτικά γεγονότα, η μακροπρόθεσμη πτωτική τάση τους
μαρτυρεί τη σταδιακή απώλεια των αγορών της Μικράς Ασίας, της Μέσης Ανατολής,
της Βουλγαρίας - Ρωμυλίας και της Αλβανίας, προς όφελος των ανερχόμενων
βιομηχανιών της Χίου - Σάμου, αλλά και της Αλεξάνδρειας. Το γεγονός ότι τα
βυρσοδεψεία της Ερμούπολης παράγουν δέρματα καλύτερης ποιότητας, δεν μετράει και
πολύ για τους καταναλωτές της περιοχής. Από την άλλη μεριά, οι εξαγωγές δερμάτων
στη Ρουμανία, που απορροφούσε μεταξύ 1877 και 1882 το25-33% του συνόλου των
εξαγωγών, εκλείπουν εντελώς “ένεκα του επιβληθέντος βαρέος δασμού” ( από τα μέσα
της δεκαετίας του 1880). (Γενικότερα, η μείωση των ανταλλαγών με τη χώρα αυτή
αποδίδεται επίσης και στην παρακμή, αριθμητική και οικονομική, των ελληνικών
παροικιών που άνθιζαν κάποτε στα αστικά κέντρα των παραδουνάβιων περιοχών.)
Χ. Αγριαντώνη, ό.π., σσ. 267-268
Επιστροφή στην Ιστορική δημογραφία
<-----
Αρχική
|