Ο Σαχτούρης και το στοίχημα του μέλλοντος
του
Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Ξέρω νέους
ανθρώπους που διαβάζουν Μίλτο Σαχτούρη χωρίς να αναλογιστούν ούτε μια στιγμή τα
δεινά του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής μέσα από τα οποία ξεπροβάλλει η
ποίησή του.
Ξέρω
μεγαλύτερες γενιές (ανάμεσά τους και η δική μου), που χωρίς να έχουν καμιά
βιωματική σχέση με την ίδια περίοδο επιστρέφουν συχνά στα ποιήματά του για να
ανακαλύψουν στον στίχο του μία άλλης τάξεως αλήθεια. Ξέρω, τέλος, αναγνώστες που
μολονότι ελάχιστα συγκινούνται από τα εξωτερικά τραύματα της ποιητικής τέχνης
(λιμούς, σεισμούς και καταποντισμούς), σπεύδουν να διαβάσουν τις «Παραλογαίς» ή
τον «Περίπατο».
Πώς κατόρθωσε, άραγε, ο Σαχτούρης, που έφυγε πλήρης ημερών, στα ογδόντα έξι του
χρόνια, να περάσει τόσο βαθιά στους ρυθμούς και στο κλίμα μιας εποχής η οποία
δεν μοιάζει σε τίποτε με τον καιρό που έθρεψε τις δικές του πικρές εμπειρίες και
καταστάσεις; Πώς κατάφερε ένας αμιγώς μεταπολεμικός ποιητής, σημαδεμένος από την
κορυφή μέχρι τα νύχια από τη δραματική συνείδηση της ήττας και της απώλειας του
ανθρώπου σε όλα τα επίπεδα, να επιβιώσει (τι λέω; να θριαμβεύσει) σ' έναν
ιστορικό χρόνο ο οποίος είναι σε θέση να αναγνωρίσει μόνο τις πιεστικές ανάγκες
της ατομικής ύπαρξης;
Ολο το παιχνίδι παίχτηκε, νομίζω, για τον ποιητή στη γλώσσα και στην εικονοποιία
του. Εκεί όπου οι ομότεχνοι της γενιάς του θέλησαν να σχολιάσουν ρεαλιστικά την
Ιστορία και την πολιτική, να ανοίξουν καταλόγους για τους νεκρούς τους ή να
ονοματίσουν -με βούλα και με στάμπα- τον χώρο και τον χρόνο των συμβάντων, ο
ίδιος προτίμησε να επινοήσει μια μυθολογία με ευκίνητες και καθολικές μορφές,
που δείχνουν ιδανικά ταιριασμένες με το σήμερα. Το εξπρεσιονιστικό στοιχείο
παίζει, πιστεύω, εν προκειμένω αποφασιστικό ρόλο: ρόλο αποφασιστικό επειδή
ουδέποτε ανάγεται σε μηχανική αρχή, που να καθοδηγεί δεσμευτικά τις επιλογές του
ποιητή. Οι καθαρές μεταφορές και τα έντονα (σαν μπογιές) χρώματα δεν
εμφανίζονται στο έργο του ως καταστατικές αρχές μιας πάγιας αισθητικής θεωρίας ή
διδασκαλίας, αλλά, αντίθετα, ως απολύτως ελεύθεροι παράγοντες της κατ' ιδίαν
μεθόδου του. Τα παράταιρα όντα και τα σχεδόν κατατονικά πλάσματα που
πρωταγωνιστούν στους στίχους του, προικισμένα με ασύμβατες ή αντικρουόμενες
μεταξύ τους ιδιότητες, αποδεικνύουν του λόγου το ασφαλές, προσδίδοντας έναν πολύ
ισχυρό χαρακτήρα τόσο στο δραματολόγιο όσο και στην ποιητική ηθική του.
Περιγράφω τρία από τα πιο δηλωτικά κατά τη γνώμη μου στοιχεία της δουλειάς του
Σαχτούρη έτσι ώστε να συνεννοηθούμε καλύτερα. Το πρώτο: ο πικρός απολογισμός του
πολέμου και ο τρόμος της Κατοχής ακινητοποιούνται σ' έναν ζωγραφικό ποιητικό
πίνακα, που μας καθηλώνει με τη σχεδιαστική «κοψιά» των αντικειμένων του. Το
δεύτερο: τα φαινόμενα της σύγχυσης και της ανασφάλειας τα οποία καταλαμβάνουν
την ίδια περίοδο νικητές και ηττημένους, γενικεύονται με την πάροδο του χρόνου
στη στιχουργική του και μεταμορφώνονται σ' ένα εξαρθρωμένο οπτικά σκηνικό, που
προβάλλει ως ένα κυριολεκτικά αποκαλυψιακό τοπίο. Το τρίτο: ανεξάρτητα πλέον από
τις όποιες ιστορικές αναφορές, τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις του ποιητικού
εγώ εξωτερικεύονται πάντα σαν μια τεράστια έκρηξη, φέροντας στην επιφάνεια μια
ακατάσχετη εσωτερική ορμή.
Και τα τρία στοιχεία μάς οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα. Η εικαστική διάσταση της
έκφρασης, η παραμορφωτική δύναμη της εικόνας και η κοσμοπλαστική ευχέρεια της
μεταφοράς δεν απομακρύνουν τον Σαχτούρη από τον κοινό τόπο των χρόνων του. Του
παρέχουν, όμως, τη δυνατότητα, την οποία και εξαντλεί μέχρι κεραίας, να κάνει
την πραγματικότητά του τόσο χειροπιαστή και οικεία, ώστε εύκολα να μπορούμε να
τη συνδυάσουμε με τους σημερινούς μας, εντελώς διαφορετικούς φόβους για
κινδύνους όπως η παραλυτική μοναξιά, η αχανής ερημιά και η ξαφνική κατάρρευση.
Κάπως έτσι, όμως, δεν τα καταφέρνουν όλοι οι καλοί ποιητές με το στοίχημα του
μέλλοντός τους;
<-----
Αρχική
|