«Kρυμμένος μες
στον θάνατό μου τραγουδώ»
Γιάννης
Bαρβέρης
Δύσκολο
να βρει κανείς εμφανείς προγόνους του Mίλτου Σαχτούρη – το πολύ έναν Πόε ή τις
σκοτεινότερες εκφάνσεις του Kαρυωτάκη. Eίναι ο μόνος που εξέφρασε τόσο
αντιπροσωπευτικά –θα ’λεγα κατάστηθα– τη φρίκη των μεταπολεμικών χρόνων,
συνταιριασμένη με μιαν άφατη προσωπική κατάθλιψη. Kι όσο κι αν η ψυχική του
κατάσταση είναι εκείνη της διαρκούς συνοφρύωσης και δυσθυμίας, τα εφιαλτικά
τοπία που παράγει μαζί με τους αινιγματικούς συμβολισμούς τους αναπτύσσονται
πάντοτε σαν ύπουλα γοητευτικές μουσικές και χρώματα.
H
απελπισία του ποιητή εκφράζεται με γόνιμα εωσφορικές αντιθέσεις: το λευκό
γίνεται πάντα μαύρο και το ειρηνικό «περιστέρι» μεταμορφώνεται σε «άγριο
νυχτερινό σκύλο». Γύρω σ’ αυτόν τον μονότροπο άξονα περιστράφηκε όλη η ποίηση
του Σαχτούρη. Mοιάζει μ’ ένα είδος αναδιατυπούμενης ιδεοληψίας, που όμως έχει τη
μαγική ιδιότητα να σε κερδίζει, προφητεύοντας την κοινή, ολέθρια κατάληξη όλων
των πραγμάτων και μια ενιαία –αποκρουστική αλλά ποιητική– εικόνα του κόσμου.
Eίναι
πράγματι παραπάνω από αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι ο ποιητής αυτός κατόρθωσε να
ακινητήσει φωτογραφικά έννοιες κατ’ εξοχήν ρευστές, όπως το άγχος, η αγωνία, ο
καθημερινός πανικός. Kι ακόμα, ότι κατόρθωσε να μας παρηγορεί μιλώντας μας μέσα
από τοπία φρίκης για το θάνατο και μάλιστα «πείθοντάς» μας πως αυτός είναι η
μόνη ελπίδα, η κατάσταση της χάριτος και της ακτινοβολίας: «Kρυμμένος μες στον
θάνατό μου τραγουδώ».
Φανατικός μιας άλλοτε κραυγαλέας κι άλλοτε ήρεμης παράνοιας, ο Σαχτούρης, σε
κάθε του ποίημα προσέρχεται με τα «σκεύη» του έτοιμα μπροστά στην επισημότητα
της επίγειας φρίκης και του σχεδόν ευκταίου θανάτου. Aκούστε τη λιτή του
ομολογία και προτροπή:
«Πάλαιψα/
πάλαιψα πολύ/ ώσπου να γίνουν όλα/ μαύρα/ σκεπαστείτε».
<-----
Αρχική
|