To 1956 ο Benjamin Bloom, ένας
εκπαιδευτικός ψυχολόγος στο πανεπιστήμιο του Σικάγου, πρότεινε μια
ταξινόμηση-κατάταξη (ταξονομία) σε ιεραρχική μορφή των εκπαιδευτικών στόχων (educational
objectives).
Οι εκπαιδευτικοί στόχοι μπορούν να διακριθούν σε τρεις τομείς:
α) τον γνωστικό (cognitive), που αφορά τις διεργασίες της γνώσης
β) τον συναισθηματικό (affective), που αφορά τις στάσεις (attitudes) και
γ) τον ψυχοκινητικό (psychomotor), που αφορά τις δεξιότητες (skills).
Αναλυτικότερα, στον γνωστικό τομέα υπάρχουν τα παρακάτω επίπεδα:
* γνώση (knowledge): ανάκληση δεδομένων ή πληροφορίας.
Το χαμηλότερο επίπεδο. Οι μαθητές ονομάζουν μέρη, αναγνωρίζουν, δίνουν
ορισμό.
Η συνηθέστερη μορφή μάθησης
(ανάκληση γνώσης) όπου ζητείται από, τους εκπαιδευόμενους να ανακαλέσουν στη
μνήμη τους και να διατυπώσουν ή να κάνουν χρήση πληροφοριών που συγκράτησαν από
τη διδασκαλία ή μελέτησαν από διάφορες πηγές. Ουσιαστικά ελέγχεται η
απομνημόνευση και η δυνατότητα άρτιας παρουσίασης.
* κατανόηση (comprehension):
κατανόηση της σημασίας, ερμηνεία προβλημάτων και οδηγιών, δήλωση ενός
προβλήματος με διαφορετικές λέξεις.
Ο μαθητής ερμηνεύει, εξηγεί γιατί συμβαίνει ένα φαινόμενο, κατατάσσει σε
κατηγορίες.
Ελέγχουμε κατά πόσον ο
εκπαιδευόμενος κατάλαβε τις έννοιες που διδάχθηκε, προχωρώντας πέρα από την απλή
συγκpάτηση γνώσεων, αν είναι δηλ. σε θέση να διακρίνει ανάμεσα σε παρόμοια
"αντικείμενα" το ζητούμενο και να οδηγηθεί σε περαιτέρω συμπεράσματα.
Αξιολογείται έμμεσα από τα αποτελέσματά της όπως είναι προφανές αφoύ το ρήμα
"καταλαβαίνω", ως μη ενεργητικό, δεν μπορεί να εισαγάγει ΣΤΟΧΟΥΣ.
* εφαρμογή (application):
χρήση μιας έννοιας ή γενίκευσης σε νέες καταστάσεις και πλαίσια, εφαρμογή της
γνώσης από το σχολείο σε άλλους χώρους. Ο μαθητής επιλύει, χρησιμοποιεί αρχές σε πραγματικές καταστάσεις, προβλέπει αποτέλεσμα.
Το τρίτο επίπεδο στην ταξινομία
στόχων του Bloom προϋποθέτει και γνώση και κατανόηση από μέρους του
εκπαιδευομένου. Εδώ εξετάζεται η ικανότητα της χρησιμοποίησης της Γνώσης που δεν
απομνημονεύθηκε απλώς, αλλά και κατανοήθηκε και είναι πλέον εργαλείο του μαθητή
για επίλυση ζητουμένων καταστάσεων. Αν η επίλυση δεν απαιτεί σχετική γνώση που
προέκυψε από τη διδασκαλία, αλλά δίνεται και από άτομα μη σχετικά με το
αντικείμενο, τότε δεν πρόκειται για εφαρμογή αλλά οφείλεται στη νοητική ανάπτυξη
και κριτική ικανότητα του εξεταζομένου.
* ανάλυση (analysis):
διάκριση σε συστατικά μέρη και κατανόηση της οργανωτικής δομής τους. Ο μαθητής συγκρίνει, αντιπαραβάλλει, αναλύει πρόβλημα στα επιμέρους συστατικά.
Ελέγχεται η ικανότητα του
ατόμου, το οποίο αφού έχει κατανοήσει το γνωστικό περιεχόμενο, μπορεί να
διακρίνει καταστάσεις, προθέσεις και επιπτώσεις που δεν αναγράφονται, και συχνά
τροποποιεί την αρχική αντίληψη. Είναι η ικανότητα διάκρισης που συχνά
διατυπώνουμε ως μήνυμα του συγγραφέα ή του καλλιτέχνη.
* σύνθεση (synthesis):
κατασκευή νέας δομής από διαφορετικά στοιχεία, δημιουργία νέου νοήματος ή δομής.
Ο μαθητής σχεδιάζει, αναπτύσσει, οργανώνει επιμέρους στοιχεία για τη λύση προβλήματος.
Η αντίστροφη πορεία της
διαδικασίας της ανάλυσης. Ελέγχεται η δημιουργική ικανότητα του εξεταζομένου να
δομεί ενιαίο σύνολο, που δεν προϋπήρχε, συνδυάζοντας διάσπαρτα στοιχεία.
Πρόκειται για παραγωγική διαδικασία.
* αξιολόγηση (evaluation):
διατύπωση αξιολογικών κρίσεων. Ο μαθητής εκτιμά, ασκεί κριτική σε μία άποψη, επιχειρηματολογεί ενάντια σε μία
πρόταση.
Το ανώτερο επίπεδο στην
ταξινομία. Προσπαθούμε να ελέγξουμε την ικανότητα του μαθητή να κρίνει την αξία
ή την ποιότητα ενεργειών, τεκμηριώνοντας την άποψη του με συγκεκριμένα κριτήρια
που του δίνονται ή θέτει μόνος του. Σ' αυτό αποσκοπούν οι ερωτήσεις κρίσης.
Πρέπει, βέβαια, να στηρίζονται όσο είναι δυνατόν σε αντικειμενικά κριτήρια και
όχι σε εκτιμήσεις (γνώμες) που αποσκοπούν σε προσωπικά συμφέροντα. Η αξιολόγηση
αποτελεί “πρελούδιο” για τις νέες γνώσεις.