Ιστορία
της νύχτας και του σκοταδιού
Ενα μυθιστόρημα στη γλώσσα των τριαντάρηδων
Της Τιτικας Δημητρουλια
Σοφία Νικολαΐδου
Ο μωβ μαέστρος
εκδ. Κέδρος
Ο «Μωβ μαέστρος» είναι ένα μυθιστόρημα της νύχτας και
του σκοταδιού. Εχει μέσα νυχτερινά μαγαζιά, ποτά μπόμπες, Ρώσους μπράβους που
κατεβάζουν στο πι και φι πολυελαίους, όπλα, πίστες που περιστρέφονται και
υπουργικά τραπέζια, αλλόκοτα ντεκόρ και τρελαμένους μπάρμαν, που σπουδάζουν
φιλοσοφία και καίνε το μυαλό τους με ουσίες για να μην τους κάψει αυτό.
Καταμεσής στο «εξωτικό» αυτό σκηνικό, η τριαντατετράχρονη Λίζα, στην οποία ο
πατέρας της, ο Ιατρίδης ή Τσάκαλος ή τελευταίος Σουλτάνος, κληροδοτεί δύο
νυχτερινά μαγαζιά. Η Λίζα που έχει σπουδάσει μαθηματικός πήγαινε συνέχεια κόντρα
στον πατέρα της, έναν αιώνιο έφηβο μεγαλωμένο σε ορφανοτροφείο, που δεν
πολυάντεχε τον χαλινό της οικογένειας. Δεν ήταν πλάι του ούτε όταν πέθανε.
Εκτός από τα μαγαζιά και τα χρέη, ο μυθικός αυτός πατέρας με τη δήθεν
αιματοβαμμένη γούνα και τα σταμπωτά μακό τής άφησε επίσης ένα αεροπλανάκι
κονκόρντ και ένα κουτί με ένα καθρέφτη για πάτο. Παροτρύνοντας τον Βεληγκέκα
του, το βερνικωμένο κέρατο την κόρη του, από τη μια να ζήσει με πάθος, να
πετάξει· κι από την άλλη να μην έχει καμιά αμφιβολία για τη βαθύτερη ερημιά του
ανθρώπου: «καθένας είναι μόνος στο κουτί του». Μόνος και ελεύθερος. Να
πραγματώσει τον εαυτό του. Να βρει το πρόσωπό του. Να συναντήσει τους άλλους. Να
ζήσει χωρίς ψευδαισθήσεις. Αν αυτό ποτέ γίνεται. Για όσο του μέλλεται.
Νυχτερινό σκηνικό
Η Νικολαΐδου δεν επιλέγει τη νύχτα μόνο ως χρόνο, αλλά και ως πολυδιάστατο χώρο,
ως σκηνικό, σχεδόν ως κουκούλι για την ιστορία της. Η μητέρα της περνάει το
μεγαλύτερο μέρος της ζωής με κλειστά παντζούρια, μες στο σκοτάδι της κατάθλιψης,
πενθώντας τον μεγάλο της έρωτα που δεν διήρκεσε για πάντα. Ο άντρας που γοητεύει
τη Λίζα, ο μπάρμαν Μωβ, δεν θέλει να ξέρει το φως της ημέρας, τον έρωτα, την
επαφή. Ο ωραίος Ρώσος δεν είναι σκοτεινός μόνο στις δουλειές του. Και η Λίζα δεν
κοιμάται τα βράδια.
Με τόσο σκοτάδι, με τόσα φωτάκια που αναβοσβήνουν μέσα σε μια Θεσσαλονίκη
απρόσωπη και μουντή, η απύθμενη, φουρτουνιασμένη λύπη για τη ματαιωμένη
συνάντηση με τον άλλον, με τη μητέρα, με τον πατέρα, με την κόρη, με τον
αγαπημένο και την αγαπημένη, μοιάζει να διαχέεται, να σκορπίζει. Στην
πραγματικότητα, όμως, είναι πάντα εκεί. Κρύβεται στα ποτά, στα ωραία φουστάνια,
στους καναπέδες, στο κριθαράκι, στα σίριαλ και στη χλωρίνη, σε κάθε μικρή
γωνίτσα της καθημερινότητας. Και ο καθένας μαθαίνει να τη διαχειρίζεται. Μόνο
που η μαθητεία αυτή είναι δουλειά απόλυτα προσωπική και πολύ μοναχική. Κανείς
δεν μπορεί να μάθει τίποτα σε κανέναν. Και η κατανόηση και η αποδοχή του άλλου
έρχεται πολύ συχνά κατόπιν εορτής. Αλλά, ευτυχώς, όσο διαρκεί η ζωή,
τουλάχιστον, αυτό το κατόπιν εορτής τελικά δεν ισχύει.
Αγγίζει την ψυχή
Η Νικολαΐδου, επανασυνδεόμενη με τη σπιρτάδα των διηγημάτων της, διαλέγει να
μιλήσει για όλα αυτά τα δύσκολα, των σχέσεων, της οικογένειας, της φιλίας, της
μπέσας, της αφοσίωσης, σε τόνο ουδέτερο και γι’ αυτό ακόμα πιο αιχμηρό. Αυτή τη
σκοπιμότητα την υπηρετεί, εν μέρει, και το νυχτερινό σκηνικό. Κυρίως όμως η
γλώσσα, η γλώσσα της γενιάς των τριαντάρηδων, βιωμένη και αυθεντική, η οποία
κατοπτρίζει στα κρατήματα, τις σιωπές, τα παιχνίδια της το σφίξιμο, τον φόβο του
κενού. Βουτηγμένο στον καιρό του, λοιπόν, το μυθιστόρημα δεν έχει τίποτα το
επικαιρικό. Η κλίμακα των αισθημάτων παραμένει αναλλοίωτη σε όλες τις εποχές και
η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Και ο «Μωβ μαέστρος» είναι ένα κείμενο που
αγγίζει την ψυχή χωρίς να τη βαραίνει.
Καθημερινή 6/8/2006
Φρέσκα-φρέσκα
<-----
Αρχική
|