Αρχική

Οδηγός για το διαδίκτυο Παιδαγωγικά  Γλώσσα Λογοτεχνία Κλασσική φιλολογία Ιστορία Υπερδεσμοί

Επειδή πότε πότε ξεκαλωδιωνόμαστε...

Ο βιβλιοπόντικας προτείνει

«Δόκτωρ Φάουστους» από τον Τόμας Μαν
Εδώ, ο Διάβολος δεν έχει αντίπαλο

ΤΟ ΜΕΙΖΟΝ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ, «ΔΟΚΤΩΡ ΦΑΟΥΣΤΟΥΣ», ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕΙ ΩΣ ΕΝΑ «ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ». ΕΔΩ, ΣΥΝΟΜΙΛΟΥΝ ΚΑΙ ΔΙΑΠΛΕΚΟΝΤΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ


«Ο συγγραφέας είναι ένα πρόσωπο για το οποίο η συγγραφή αποδεικνύεται πιο δύσκολη υπόθεση σε σύγκριση με τους υπόλοιπους ανθρώπους». Έτσι περιγράφει ο Τόμας Μαν τον συγγραφέα, παρ' όλο που ο ίδιος γνώρισε την εκδοτική επιτυχία και τη θερμή κριτική υποδοχή άμεσα, με το πρώτο του μυθιστόρημα (Βuddenbrooks), σε ηλικία είκοσι έξι ετών. Ο βαθυνούστατος λόγιος δήλωνε ευθαρσώς ότι σιχαινόταν το σχολείο, εξαιτίας μιας «εσώτατης και παραλυτικής αντίδρασης» σε οποιαδήποτε απαίτηση τού επιβαλλόταν έξωθεν. Αποκαλούσε τον εαυτό του, σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα παιδείας και ζωής, αυτοδίδακτο.

Ο Τόμας Μαν δημοσίευσε το μείζον έργο του Δόκτωρ Φάουστους το 1947. Είχε ήδη τιμηθεί με το βραβείο Νομπέλ (1929). Είχαν μεσολαβήσει η αποχώρησή του από τη ναζιστική Γερμανία (1933), η αφαίρεση της γερμανικής ιθαγένειας που του επέβαλε το ναζιστικό καθεστώς και η εγκατάστασή του στις ΗΠΑ (1938).

Ο Δόκτωρ Φάουστους του Τόμας Μαν αποτελεί την πλέον ιδιόμορφη απόδοση του γερμανικού μύθου στην ιστορία της δυτικής γραμματολογίας. Οι παραλλαγές του φαουστικού μύθου ξεκινούν από τον 16ο ήδη αιώνα. Πρόκειται για ιστοριούλες της σειράς χωρίς λογοτεχνικό έρμα. Ο πρώτος που ανασύρει το θέμα από τον χυλό των δεισιδαιμονικών μυθευμάτων είναι ο Μάρλοου. Το θεατρικό του έργο Δόκτωρ Φάουστους εμφαίνει την ιδιοπαθή ιδιοσυγκρασία του κεντρικού ήρωα. Ο Γκαίτε στον δικό του Φάουστ παρουσιάζει έναν λόγιο που παζαρεύει την ψυχή του με τον Διάβολο, όχι για να αποκομίσει καλοκρυμμένη κρύφια γνώση, αλλά για να γευτεί ο έγκλειστος διανοούμενος ήρωάς του στιγμές απλής, ανθρώπινης ευτυχίας.

Ο Τόμας Μαν συνοδεύει τον τίτλο του μυθιστορήματός του Δόκτωρ Φάουστους με τον επεξηγηματικό υπότιτλο: Η ζωή του Γερμανού μουσουργού Άντριαν Λέβερκυν εξιστορημένη από ένα φίλο. Εδώ η δράση μεταφέρεται στον 20ό αιώνα. Ο ήρωας δεν είναι πλέον ένας sui generis λόγιος, χαντακωμένος στη βιβλιοθήκη του. Είναι ένας συνθέτης που παζαρεύει με τον Διάβολο την έμπνευση και το έργο του. Ο εξαποδώ τού υπόσχεται δημιουργικές ντοπαμίνες και καλλιτεχνική αναγνώριση για είκοσι τέσσερα συναπτά έτη. Σε αντάλλαγμα, με το πέρας του συμφωνημένου χρόνου, θα κερδίσει την ψυχή του Λέβερκυν.

Κείμενο πολλών αναγνώσεων
Ο «Δόκτωρ Φάουστους» είναι ένα κείμενο επιδεκτικό σε πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις. Ο θεματικός και γλωσσικός ιστός του, ποικίλος και πλούσιος, με τις τεχνουργημένες παραλλαγές των βασικών μοτίβων, τους αρχαϊσμούς, τα νευρωσικά σαρδάμ, τα ειρωνικά πεταρίσματα και τη φιλοσοφική εμβύθιση σφηνώνεται στο μυαλό. Το τυραννά, καιρό μετά την ανάγνωση. Βέβαια, είναι ένα βιβλίο που απαιτεί προσήλωση και κλειστή πόρτα, μολύβι και χαρτί, σημειώσεις στο περιθώριο. Η κρυφή γοητεία του δεν χαρίζεται με την πρώτη. Ο αναγνώστης θα πρέπει να πληρώσει αντίτιμο: να μη βιαστεί. Να χωθεί με θερμοκέφαλη εμμονή στο κείμενο και την περιπέτεια της ανάγνωσης.

Ο Θανάσης Χατζόπουλος και η Όλυ Ψυχοπαίδη, στο επίμετρο του βιβλίου, στήνουν ένα διπλό ερμηνευτικό κάτοπτρο, ψυχαναλυτικό ο πρώτος, μουσικό η δεύτερη, φωτίζοντας από διαφορετική οπτική γωνία ο καθένας το μυθιστορηματικό πολύπτυχο. Η έκδοση ενός τόσο σημαντικού έργου στα ελληνικά (πρώτη μετάφραση: 1976, μεταφραστής: Α. Δικταίος, Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος) αποτελεί κέρδος του αναγνώστη.

Μία χώρα, δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι

Ο «Δόκτωρ Φάουστους» του Τόμας Μαν αποτελεί την πλέον ιδιόμορφη απόδοση του γερμανικού μύθου στην ιστορία της δυτικής γραμματολογίας

Το μυθιστόρημα εξελίσσεται μέσα σε μία Γερμανία που βράζει, κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο αφηγητής, παιδικός φίλος του μουσουργού, συγγράφει τη βιογραφία του Λέβερκυν στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο ίδιος είναι πια ένας σύννους γέρος - και ο Λέβερκυν νεκρός. Τα δύο αυτά χρονικά επίπεδα, ο χρόνος της αφήγησης και ο χρόνος του αφηγητή, αντικρύζονται και εξεικονίζουν, με σπαρακτικό τρόπο, την αποσύνθεση, την κατάρρευση και εν τέλει τη διάλυση του γερμανικού κράτους στη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων. Οι πικρές διαπιστώσεις του αφηγητή και η εισβολή του δικού του χρόνου στον χρόνο της βιογραφίας του Λέβερκυν υπομνηματίζουν τα παλαιότερα γεγονότα με την ακριβά πληρωμένη σοφία όσων ακολούθησαν.

Η μυθιστορηματική βιογραφία του Λέβερκυν υφαίνεται πάνω στον πυκνό καμβά των ιστορικών συμβάντων. Στο μεταξύ, άνθρωποι μπαινοβγαίνουν στη ζωή του μουσουργού και ζουν, με εμπαθή και ενίοτε παράτολμο τρόπο, τη δική τους ζωή. Ο ίδιος ο Λέβερκυν ζει απομονωμένος στην εξοχή, στο αγροτόσπιτο της προστατευτικής κυρίας Σβάιγκεστιλ. Έχει επιλέξει αυστηρή μοναξιά, για να συνθέσει τη μουσική του. Μέσα σ' αυτό το προστατευτικό κουκούλι, κοχλάζουν οι ενδορφίνες του εγκεφάλου του. Η εσωτερική ζωή του γίνεται μουσική. Το έργο προέχει. Ο Λέβερκυν συνθέτει χρησιμοποιώντας τη δωδεκάφθογγη τεχνική του Σαίνμπεργκ. Ο άμουσος αναγνώστης ίσως πονοκεφαλιάσει με τις λεπτομέρειες που αποδίδουν τις ιδιότροπες μουσικές συλλήψεις του Λέβερκυν. Πρόκειται για ένα «μυθιστόρημα δημιουργίας καλλιτεχνικού έργου», χαρακτηρισμό που χρησιμοποιεί, ανάμεσα σε άλλους (όπως «μουσικό μυθιστόρημα», «μυθιστόρημα πολιτισμού», «φιλοσοφικό μυθιστόρημα» κ.ά.) ο ίδιος ο Τόμας Μαν για το βιβλίο του.

Συνομιλία με τον Σατανά

Στο κεφάλαιο ΧΧV, κρίσιμο κόμβο του μυθιστορήματος, παρουσιάζεται η συνομιλία του μουσουργού με τον τρισκατάρατο. Το κείμενο της συνομιλίας, σε μορφή θεατρικού διαλόγου ανάμεσα σε δυο πρόσωπα (Εγώ-Εκείνος) καταγράφει ο Λέβερκυν σε χαρτί πενταγράμμου. Παραδίδει το χειρόγραφο στον φίλο του. Πρόκειται για αφηγηματική συμπεριφορά που συμβαίνει κατ' εξαίρεση, μια και ο αφηγητής συνήθως αρκείται σε όσα βλέπει, τεκμαίρει ή εικάζει με ασφάλεια. Αποδίδει, με παιγνιώδη και υπονομευτική υπογράμμιση, σκηνές, στις οποίες ο ίδιος αποδεικνύεται απών. Γιατί όχι; Επικαλείται την παντογνωσία του ως αφηγητή και ξεμπερδεύει.

Μετά την πρώτη ψυχρολουσία, ο Λέβερκυν περιγράφει τη σκηνή με λεπτομέρεια κινηματογραφιστή. Βλέπει - και αμφισβητεί το ίδιο του το βλέμμα. Η συνομιλία παίρνει τη φόρα της. Ο Λέβερκυν παύει να αναρωτιέται τι του συμβαίνει. Η επιχειρηματολογία τού εξαποδώ παρουσιάζεται ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα. Η συζήτηση, μετά τις πρώτες συστάσεις, τις θεολογικές τρικλοποδιές και τις εκατέρωθεν προκλήσεις, εστιάζεται στο μέγα θέμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της έμπνευσης. Εκεί, ο Εωσφόρος φαίνεται να κερδίζει το παιχνίδι. Παρουσιάζει τον μηχανισμό της καλλιτεχνικής δημιουργίας από μέσα, ψαύει τα γρανάζια του, υπόσχεται φλογοβόλες εμπνεύσεις. Μοιάζει να ξέρει καλά πού πατά, το τεντωμένο σκοινί της τέχνης τού είναι εντυπωσιακά οικείο, ο επιδεικτικός σαλτιμπάγκος βαδίζει άνετα επάνω του. «Το πιστεύεις αυτό, πιστεύεις ότι υπάρχει μεγαλοφυΐα που δεν έχει καμιά σχέση με την Κόλαση; Νon datur! Ο καλλιτέχνης είναι του εγκληματία αδελφός και του τρελού (...) αυτή η έμπνευση δεν είναι εφικτή με τον Θεό, που αφήνει πολλή δουλειά για το λογικό, αυτή είναι εφικτή μονάχα με τον Διάβολο, τον αληθινό κύριο του ενθουσιασμού (...) Για να πετύχει (η τέχνη) χρειάζεται πολλή ανυπακοή μέσα στην αυστηρή υπακοή, πολλή αυτονομία, πολλή τόλμη (...) Ο Διάβολος κάτι καταλαβαίνει από μουσική».

Ο Λέβερκυν αρχίζει να ακούει προσεκτικά. Θέλει να ξεκαθαριστούν επιτόπου τα ανταλλάγματα. «Εκείνος» δεν του κρύβει την αλήθεια. Η ανθρώπινη γλώσσα δεν διαθέτει τον μηχανισμό να περιγράψει την Κόλαση, είναι χειρότερη απ' ό,τι μπορεί ο Λέβερκυν να φανταστεί. Αλλά βρίσκεται, ακόμη, μακριά. Θα προηγηθούν είκοσι τέσσερα χρόνια εκρηκτικής δημιουργίας και δαφνοστεφούς αναγνώρισης. Α, και να μην το ξεχάσει. Η αγάπη απαγορεύεται. Η ζωή του μουσουργού πρέπει να είναι ψυχρή. Δεν του επιτρέπεται να αγαπήσει άνθρωπο. «Ψυχρό σε θέλουμε, τόσο που ούτε η πύρα από τις φλόγες της παραγωγής να μην αρκέσει για να ζεσταθείς», ξεκαθαρίζει. Και ομολογεί: ορέγεται μυαλά σαν του Λέβερκυν. Οι αντιρρήσεις του μουσουργού είναι, μάλλον, προσχηματικές. Δίνουν λαβή στον σκοτεινό συνομιλητή να αναπτύξει τα επιχειρήματά του. Σ' αυτή τη συναλλαγή, ο Διάβολος δεν έχει αντίπαλο. Κάνει παιχνίδι μόνος του.


ΣΥΝΩΣΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ
«Και τώρα θέλω να σου πω ότι τον πληθυσμό της Κόλασης τον αποτελούν μυαλά ακριβώς σαν το δικό σου. Δεν είναι τόσο εύκολο να έρθεις στην Κόλαση. Θα είχαμε από καιρό έλλειψη χώρου αν ερχόταν ο καθένας».



ΤΑ ΝΕΑ , 22-02-2003 , Σελ.: P24
Κωδικός άρθρου: A17572P
 

 

<----- Βιβλιοπόντιξ

 


 

<----- Αρχική








ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΙΔΟΥ

 

 

 

 

 

Επικοινωνία: terracomputerata AT gmail DOT com