Αρχική

Οδηγός για το διαδίκτυο Παιδαγωγικά  Γλώσσα Λογοτεχνία Κλασσική φιλολογία Ιστορία Υπερδεσμοί

Το διαδίκτυο ως διεθνής χώρος πρακτικών γραμματισμού

 

 Σκέψεις με αφορμή το βιβλίο των GAIL E. HAWISHER AND CYNTHIA L. SELFE (EDS.). Global Literacies and the World-Wide Web. London : Routledge. 2000. x + 299 σελίδες.

 

Του Δημήτρη Κουτσογιάννη

 

Το κείμενο που ακολουθεί ξεκίνησε να γράφεται ως μια τυπική, περιορισμένης έκτασης, βιβλιοπαρουσίαση. Η φύση ωστόσο του θέματος – δεν έχει συζητηθεί στη χώρα μας και έχει απασχολήσει ελάχιστα τη διεθνή βιβλιογραφία – και η σπουδαιότητά του με οδήγησαν στο να χρησιμοποιήσω το βιβλίο αυτό ως αφορμή, για να παραθέσω και πολλές προσωπικές μου σκέψεις. Στόχος άλλωστε του βιβλίου και επιστημονική του αφετηρία είναι να προκαλέσει μια τέτοιου είδους συζήτηση, μια πολιτισμικά και επιστημονικά χρωματισμένη ανάγνωση.

Το 1991, εν μέσω του ενθουσιασμού της επιστημονικής κοινότητας για τις δυνατότητες του υπερκειμένου (Hypertext) στη γλωσσική διδασκαλία, η N. Meyrowitz για να ειρωνευτεί τις υπερβολές που λέγονταν και γράφονταν επέλεξε να δώσει σε ομιλία της σε συνέδριο τον τίτλο: «Μήπως το υπερκείμενο ρίχνει και τη χοληστερόλη;» Το ίδιο ειρωνικό ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί αρκετές φορές στην ιστορία της επιστήμης που ασχολείται με την αξιοποίηση των υπολογιστών στη γλωσσική αγωγή, με μόνη μεταβολή την αντικατάσταση του υποκειμένου στην ερωτηματική αυτή πρόταση. Στην αρχή ήταν τα προγράμματα εξάσκησης και διδασκαλίας, που θα μπορούσαν να πάρουν επάξια τη θέση αυτή, στη συνέχεια τα προγράμματα επεξεργασίας κειμένου και τα τοπικά δίκτυα, μετά τα πολυμέσα και τα τελευταία χρόνια είναι η σειρά του διαδικτύου, με όλες τις επιμέρους γνωστές εφαρμογές του (Παγκόσμιος Ιστός (Web), Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο, σύγχρονη και ασύγχρονη επικοινωνία κλπ.) (Κουτσογιάννης 1999).

Έτσι λέγεται π.χ. ότι το διαδίκτυο αποτελεί το μέσο που καταργεί τις αποστάσεις, διευκολύνει την επικοινωνία, αποτελώντας έτσι το ιδανικό περιβάλλον για τη δημιουργία αυθεντικών περιστάσεων επικοινωνίας, μια τεράστια βιβλιοθήκη που φέρνει την παγκόσμια σοφία μπροστά μας. Είναι αυτή η τεχνολογία που οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκριναν στην τελευταία σύνοδο της Λισσαβώνας (Ιούνιος 2000)  πως λείπει από τα σχολεία μας και πως πρέπει σε χρόνο ρεκόρ να εγκατασταθεί και να εξοικειωθούν όλοι, μαθητές και εκπαιδευτικοί, με τη χρήση της, ώστε να προετοιμάσουμε πολίτες ικανούς να αντιμετωπίσουν την πρόκληση της πληροφορικής και να καλύψουν το χάσμα της τεχνολογικής υστέρησης της Ευρώπης έναντι της Αμερικής.

Εκτός όμως από την παιδαγωγική διάσταση, όπου κυριαρχεί συνήθως η υπερβολή και η ρητορεία, το διαδίκτυο αποτελεί έναν χώρο με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το δάσκαλο της γλώσσας, αφού αποτελεί πια ένα αρκετά διαδεδομένο μέσο πρακτικής γραμματισμού[1]: στο διαδίκτυο παράγεται και προσλαμβάνεται γραπτός λόγος στις γνωστές παλιές του μορφές, αλλά και σε νέες υβριδικές φόρμες, όπως είναι για παράδειγμα η δημιουργία προσωπικών ιστοσελίδων, το ηλεκτρονικό μήνυμα που ανταλλάσσεται μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ο γραπτός διάλογος που αναπτύσσεται στα κειμενοκεντρικά περιβάλλοντα σύγχρονης και ασύγχρονης επικοινωνίας, το υπερκείμενο και τα υπερμέσα. 

Είναι γεγονός ότι γύρω από το θέμα του γραμματισμού και της νέας τεχνολογίας αρχίζει να αναπτύσσεται σοβαρός επιστημονικός προβληματισμός, που βρίσκεται όμως στα πρώτα του ακόμη βήματα. Έτσι ενώ έχουμε πλήθος δημοσιευμάτων για την παιδαγωγική κυρίως διάσταση της αξιοποίησης του διαδικτύου στη γλωσσική αγωγή, έχουμε ελάχιστες εργασίες που να αντιμετωπίζουν την κοινωνική, πολιτισμική, πολιτική και οικονομική διάσταση των δικτυακών πρακτικών γραμματισμού (Κουτσογιάννης κ. ά. 2000). Γνωρίζουμε ελάχιστα για παράδειγμα για το πόσο παγκόσμιο πράγματι περιβάλλον γραμματισμού είναι το διαδίκτυο και σε ποιο βαθμό οι δικτυακές πρακτικές γραμματισμού είναι ενιαίες ή επηρεάζονται από επιμέρους πολιτισμικά δεδομένα και ιδιαιτερότητες. Όπως γνωρίζουμε πολύ λίγα για το βαθμό που το λογισμικό το οποίο αναπτύσσεται στο πλαίσιο του παγκόσμιου ιστού[2] (Web) χαρακτηρίζεται από τις πολιτισμικές αξίες αλλά και τις πολιτικές προτεραιότητες των δημιουργών του και σε ποια έκταση το προκατασκευασμένο αυτό περιβάλλον επηρεάζει τις πρακτικές γραμματισμού επιμέρους ατόμων, κοινωνικών ομάδων ή λαών. Οι απαντήσεις στα θέματα αυτά μας αφορούν άμεσα ως λαό αλλά και ως εκπαιδευτικούς. Το υπό συζήτηση βιβλίο αποτελεί μια από τις λίγες σοβαρές προσπάθειες, που επιχειρεί να δώσει επιστημονική απάντηση σε κάποια από τα ανωτέρω ερωτήματα.

Οι Gail Hawisher και Cynthia Selfe, επιμελήτριες του βιβλίου Global Literacies and the World-Wide Web, είναι πολύ γνωστές στο επιστημονικό χώρο του γραμματισμού και της τεχνολογίας τόσο για τη συμβολή τους στην ανάδειξη του κλάδου αυτού (Hawisher  et al 1996) όσο και για τη σημαντική συμβολή τους σε μια κριτική προσέγγιση του χώρου αυτού. Η δουλειά τους, τόσο μέσω του περιοδικού “Computers and Composition” (http://www.elsevier.nl/inca/publications/store/6/2/0/3/7/1/index.htt) που εκδίδουν από το 1983, όσο και μέσω του πλούσιου επιστημονικού τους έργου μπορεί να αποτελέσει ασφαλή οδηγό για τον εκπαιδευτικό, που θα ήθελε να ασχοληθεί με μεγαλύτερη επιστημονική συστηματικότητα με τον κλάδο αυτόν, χωρίς να χαθεί στην πληθώρα των τεχνοκεντρικών δημοσιευμάτων που τον κατακλύζουν κατά την περασμένη εικοσαετία. Ο προσεχτικός επισκέπτης του Ηλεκτρονικού Κόμβου θα έχει ήδη δει άλλα δύο κείμενά τους (http://www.komvos.edu.gr/enimerwsi/synedrio/omilies.htm), όπως θα έχει προσέξει και την παρουσίαση της ηλεκτρονικής βιβλιογραφικής βάσης δεδομένων, σχετικής με την αξιοποίηση των υπολογιστών στην παιδαγωγική του γραμματισμού, που επιμελούνται οι ίδιες και διαθέτουν ελεύθερα στο διαδίκτυο (http://www.komvos.edu.gr/enimerwsi/sites/sites.htm).

Στο ίδιο πρωτοποριακό και κριτικό πνεύμα κινείται και το υπό συζήτηση βιβλίο. Από θεωρητική άποψη θα μπορούσαμε να πούμε πως εντάσσεται στο ευρύτερο σύγχρονο επιστημονικό ρεύμα που αντιμετωπίζει το γραμματισμό όχι ως μια ουδέτερη τεχνική δεξιότητα, η κατάκτηση της οποίας οδηγεί πάντα στην πρόοδο. Αντίθετα τον αντιμετωπίζει ως μια πρακτική που επηρεάζεται βαθιά από τα συγκεκριμένα κάθε φορά κοινωνικά και υλικά δεδομένα. Μ’ αυτήν τη διάσταση η χρήση του γραπτού λόγου δεν οδηγεί αυτομάτως στη βελτίωση των κοινωνικών δεδομένων, όπως για δεκαετίες υποστηρίζεται, αλλά μάλλον προσαρμόζεται στις ανάγκες, στις προτεραιότητες και εν γένει στην “ιδεολογία” της ίδιας της κοινωνίας   (Street 1993, 1995, Thomas 1993:19-35). Με αφετηρία τη λογική αυτή και την αντίστοιχη ερευνητική παράδοση που έχει δημιουργηθεί, επιχειρείται να διερευνηθούν στην προκειμένη περίπτωση οι πρακτικές γραμματισμού επιμέρους ατόμων, κοινωνικών ομάδων και λαών στο διαδίκτυο, με στόχο να ανατραπούν κάποιες από τις ευρέως διαδεδομένες αλλά ατεκμηρίωτες θεωρίες.

Το βιβλίο ξεκινάει με πρόλογο των επιμελητριών, στον οποίο ελέγχουν τους ισχυρισμούς ότι το δίκτυο αποτελεί ένα πολιτισμικά ουδέτερο περιβάλλον γραμματισμού, στο οποίο οι λαοί, απελευθερωμένοι από γεωγραφικούς, γλωσσικούς, πολιτισμικούς και τεχνικούς περιορισμούς, μπορούν να απολαμβάνουν τα πλεονεκτήματα της ελεύθερης επαφής και επικοινωνίας. Χαρακτηρίζουν την αντίληψη αυτή ως μύθο,  ως μια μονολιθική, καθαρά αμερικάνικη εκδοχή, η διαμόρφωση και διάδοση της οποίας δεν είναι αθώα, από άποψη πολιτισμική, πολιτική και οικονομική. Στο «μύθο του παγκόσμιου χωριού» ( “global –village myth”) απαντούν με μια συλλογή δέκα ερευνητικών εργασιών, γραμμένων από δέκα διαφορετικές ομάδες ερευνητών, οι οποίες επιλέχτηκαν και καθοδηγήθηκαν προσεχτικά, προκειμένου να εξασφαλιστεί η πολύπλευρη από άποψη πολιτισμική προσέγγιση του θέματος και να εξασφαλιστεί ενιαία επιστημονική οπτική.

Η πρώτη ενότητα με τον τίτλο “Literacy, culture, and difference on the Web” διερευνά τις πρακτικές γραμματισμού, όπως αναδύονται σε συγκεκριμένα και διαφορετικά πολιτισμικά, ιστορικά και οικονομικά πλαίσια.

Στο πρώτο κείμενο των Sibylle Gruber and Enicõ Csomay “Changing economies, changing politics, and the Web: a Hungarian perspective” περιγράφεται ο ενθουσιασμός που επικρατεί στην Ουγγαρία – μετά από την απομάκρυνση από τη Σοβιετική Ένωση - στην προοπτική μετάβασης της χώρας από το κλειστό σύστημα του παρελθόντος σε μια ανοιχτή κοινωνία δυτικοευρωπαϊκού τύπου, ο οποίος  μεταφράζεται και σε ενθουσιασμό στη χρήση των νέων τεχνολογιών και ιδιαίτερα του διαδικτύου. Αιχμή του δόρατος στην προσπάθεια αυτή θεωρείται η εκπαίδευση. Έτσι έχει διαμορφωθεί πενταετές πλάνο που θα επιτρέψει τη διασύνδεση των σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με το διαδίκτυο. Η προβληματική του άρθρου εστιάζεται στην απάντηση δύο ερωτημάτων: α. Κατά πόσο οι καθιερωμένες αντιλήψεις και πρακτικές (κοινωνικές, πολιτισμικές, πολιτικές και εκπαιδευτικές) επηρεάζουν την προσπάθεια αυτή και β. Πώς και αν το διαδίκτυο και ιδιαίτερα ο παγκόσμιος ιστός (www) επηρεάζει τις αντιλήψεις εκπαιδευτικών και σπουδαστών. Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι θετική: η κακή τεχνολογική υποδομή, το συγκεντρωτικό σύστημα του παρελθόντος, η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών όπως είχε διαμορφωθεί στα χρόνια της Σοβιετικής επιρροής, η έλλειψη οικονομικών πόρων αλλά και η καχυποψία χρησιμοποίησης του δικτύου ως μηχανισμού ελέγχου, κεκτημένη καχυποψία από την εποχή της σοβιετικής επιρροής, οδηγεί σε μεγάλες καθυστερήσεις ή και στρεβλώσεις την προοπτική γόνιμης ενσωμάτωσης του δικτύου στο Αναλυτικό Πρόγραμμα και υποθηκεύει την πολιτική διάθεση για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και ανανέωση. Ωστόσο υπάρχουν κάποιες ενθαρρυντικές επιμέρους πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται σε πανεπιστημιακό κυρίως επίπεδο. Απάντηση στο δεύτερο ερώτημα ουσιαστικά δεν μπόρεσε να δοθεί, αφού η κακή τεχνολογική υποδομή - πολύ μεγάλη καθυστέρηση στη μεταφορά δεδομένων - δεν επέτρεψε την απρόσκοπτη διεξαγωγή της έρευνας.

Το δεύτερο κείμενο της ενότητας αυτής αφορά την Ελλάδα. Οι Aliki Dragona and Carolyn Handa στο “Xenes glosses: literacy and cultural implications of the Web for Greece” συνδέουν τις πρακτικές γραμματισμού που ακολουθούν οι Έλληνες στο δίκτυο με το πλούσιο πολιτισμικό παρελθόν και παρόν τους. Υποστηρίζουν ότι οι Έλληνες θα εξοικειωθούν εύκολα με το δίκτυο αφενός γιατί αποτελεί μια επιπλέον ξένη γλώσσα, και οι Έλληνες λειτουργούσαν για αιώνες με περισσότερες από μία γλώσσες (τουρκική, καθαρεύουσα, αγγλικά), αφετέρου γιατί μέσω της αξιοποίησής του θα ικανοποιούν την παραδοσιακή περιέργεια για τον άλλον. Η αποδοχή όμως αυτή δε σημαίνει και άκριτη υιοθέτηση. Οι Έλληνες, υποστηρίζουν οι συγγραφείς, θα προσαρμόσουν το διαδίκτυο στις αισθητικές τους προτιμήσεις, κυρίως όμως το δίκτυο θα αποτελέσει απλώς έναν ακόμη δίαυλο γραμματισμού,  παράλληλα με το ισχυρό πολιτισμικό δίκτυο και την “πολυεπίπεδη γνώση του κόσμου που μεταφέρεται με επίσημα αλλά και ανεπίσημα μέσα” μεταξύ των Ελλήνων (σ. 68).

Η πρώτη ενότητα κλείνει με το κείμενο των Cathryn Mcconaghy and Ilana Snyder “Working the Web in postocolonial Australia”. Οι συγγραφείς διαπιστώνουν στην έρευνά τους χαμηλά ποσοστά συμμετοχής των Ιθαγενών Αυστραλών στη δημιουργία ιστοσελίδων στο διαδίκτυο. Στις λίγες εξαιρέσεις που ερευνούν, εντοπίζουν μια προσπάθεια ανατροπής των κυρίαρχων αποικιακών αντιλήψεων, όπως εκφράζοται και στο διαδίκτυο για τους ίδιους, και παράλληλης αξιοποίησης του παγκόσμιου ιστού προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μιας νέας μεταποικιακής ταυτότητας. Παρότι επαινούν τις προσπάθειες αυτές, διαπιστώνουν ότι ελάχιστα  διαφέρουν ως προς το σχεδιασμό και την αισθητική τους από άλλους δικτυακούς τόπους και πως αυτό οφείλεται στο ταχύτατο φορμαλισμό που έχει επέλθει. Υποστηρίζουν ότι το διαδίκτυο αφ’ εαυτό ενέχει τη δυνατότητα της ανατροπής αλλά και της διαιώνισης των διακρίσεων, γι’ αυτό και δεν αρκεί. Ως μεγάλο πλεονέκτημα του δικτύου βλέπουν τη μεγάλη δυνατότητα της ένταξης του τοπικού στον παγκόσμιο προβληματισμό.

Η δεύτερη ενότητα του βιβλίου - Literacy, diversity, and identity on the Web – διερευνά την πολύπλοκη σχέση μεταξύ πολιτισμικής διαφοράς, πρακτικών γραμματισμού στο διαδίκτυο και τη διαμόρφωση on line ταυτοτήτων.

Στο “Complicating the tourist gaze: literacy and the Internet as catalysts for articulating a postcolonial Palauan Identity” οι Karla & Tino Kitalong περιγράφουν πώς η χρήση του διαδικτύου αρχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία διαμόρφωσης εθνικής ταυτότητας στο Παλάου, ένα μικρό κράτος με μεγάλη αποικιοκρατική ιστορία στο Δυτικό Ειρηνικό Ωκεανό που ανεξαρτητοποιήθηκε πρόσφατα. Σε αντίθεση με τον τρόπο παρουσίασης των κατοίκων του Παλάου από τους δικτυακούς τόπους (sites) του εξωτερικού και κυρίως των ΗΠΑ, όπου κυριαρχεί η τουριστική αντίληψη, οι ίδιοι οι δημιουργοί ιστοσελίδων Παλάου, που ζουν στη χώρα τους ή στο εξωτερικό, αναπτύσσουν διάφορες στρατηγικές γραμματισμού. Οι στρατηγικές αυτές συμβάλλουν αφενός στην ανατροπή των τουριστικών στερεοτύπων, αφετέρου στη δημιουργία κοινοτήτων, όπου καλλιεργείται η πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα.

Δύο βασικά χαρακτηριστικά του νορβηγικής ταυτότητας προσδιορίζουν τις πρακτικές γραμματισμού των Νοργηγών στο δίκτυο και διαμορφώνουν κατά προέκταση την εθνική τους ταυτότητα προς τον έξω κόσμο, υποστηρίζουν οι Jan Rune Holmevic & Cynthia Haynes in “Norwegian accords: shaping peace, education, and gender on the Web”, δεύτερο κείμενο της ενότητας αυτής. Από τη μια πλευρά είναι η πλούσια πολιτιστική παράδοση και ιδιαιτερότητα (πολιτισμική ποικιλότητα στις αγροτικές περιοχές, δημοκρατική πολιτική παράδοση, σημαντική θέση της οικογένειας και κυρίως της γυναίκας) σε συνδυασμό με τον πλούσιο φυσικό πλούτο της χώρας, που συμβάλλει στη δημιουργία μιας ισχυρής οικονομίας. Η νορβηγική αυτή ιδιαιτερότητα προσδιόρισε σε σημαντικό βαθμό και την άρνηση της Νορβηγίας να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός που αναγνωρίζεται και επιβεβαιώνεται από μια πρώτη προσεχτική ανάγνωση της δικτυακής σελίδας (web site) του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Council of the European Union). Η σελίδα αυτή αντικατοπτρίζει έναν άλλο κόσμο μη συμβατό με αρκετές από τις προαναφερθείσες αντιλήψεις και τις παραδόσεις των Νορβηγών. Ο παραδοσιακά σημαντικός ρόλος της γυναίκας αντανακλάται επίσης και στον τρόπο και την έκταση αξιοποίησης του διαδικτύου, όπου υπάρχει αφθονία δικτυακών τόπων με φεμινιστικό ερευνητικό υλικό. Χαρακτηριστικά της δεύτερης περίπτωσης είναι η μεγάλη προτεραιότητα που δίνεται στην ανάπτυξη στους τομείς της σύγχρονης τεχνολογίας. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της δημιουργίας τμήματος Πληροφορικής των Ανθρωπιστικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Bergen με πλούσια ερευνητική δραστηριότητα.

Oι Taku Sugimoto and James Levin στο “Multiple literacies and multimedia: a comparison of Japanese and American uses of the Internet” υποστηρίζουν ότι ο πολιτισμός που εισάγει μια τεχνολογία (Ιαπωνία) δεν αντιγράφει τις πρακτικές που ακολουθούσε η χώρα από την οποία εισήγαγε την τεχνολογία (ΗΠΑ), αλλά δημιουργεί νέες πρακτικές οι οποίες είναι στενά συνδεδεμένες με την ιδιαιτερότητα του πολιτισμού που τις εισάγει. Προς επιβεβαίωση της ανωτέρω διαπίστωσης εξετάζουν και συγκρίνουν μια ποικιλία περιπτώσεων – χρήσεων της ίδιας τεχνολογίας μεταξύ των δύο διαφορετικών πολιτισμών. Η παραδοσιακότερη τεχνολογία των pagers χρησιμοποιήθηκε τελείως διαφορετικά από τους νέους των δύο χωρών: στην περίπτωση της Ιαπωνίας αποτέλεσε ένα δημοφιλές μέσο για επικοινωνία μεταξύ των νέων, λόγω της παράδοσης που υπάρχει στον πολιτισμό αυτόν να παίζουν με τους αριθμούς δημιουργώντας μηνύματα. Αντίθετα οι pagers απαγορεύτηκαν από τα σχολεία των ΗΠΑ, λόγω της αξιοποίησής τους στη διάδοση των ναρκωτικών. Η επόμενη περίπτωση αφορά δύο διαφορετικές πρακτικές που ακολουθούνται στο Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο, όπου τηρούνται κάποιες ιδιαιτερότητες της ιαπωνικής έντυπης αλληλογραφίας, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται και άλλα γραπτά σύμβολα έκφρασης συναισθημάτων (emoticons), προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι πρόσθετες, πολιτισμικά προσδιορισμένες, επικοινωνιακές ανάγκες των Ιαπώνων. Μια άλλη πρακτική, που είναι στενά δεμένη με την ιαπωνική λογοτεχνική παράδοση, είναι η σε μεγάλη έκταση δημοσίευση του προσωπικού ημερολογίου των Ιαπώνων στις προσωπικές τους ιστοσελίδες.

Οι Sarah Sloane and Jason Johnstone στο “Reading Sideways, backwards, and across: Scottish and American Literacy practices and weaving the Web”, τελευταίο κεφάλαιο της ενότητας αυτής, διερευνούν τον τρόπο και το βαθμό που το πολιτισμικό τους παρελθόν επηρεάζει τη συμπεριφορά τους ως αναγνωστών γεγονότων που δημοσιευμένων σε εφημερίδες του διαδικτύου. Η αναγνωστική συμπεριφορά της S. Sloane, Σκωτικής καταγωγής που ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ και παρακολουθεί από μακριά τα πολιτικά γεγονότα της πατρίδας της μέσω του διαδικτύου, έχει «νοσταλγικό χαρακτήρα» και είναι εστιασμένη στον τύπο της γενέθλιας γης, ενώ του J. Jonhstone, που ζει στη Σκωτία και παρακολουθεί τα διεθνή δημοσιεύματα γύρω από το Ryder Cup Competition έχει χαρακτήρα πιο διερευνητικό και «παρατακτικό», προσανατολισμένο σε δημοσιεύματα του διεθνούς τύπου. Πίσω από την αναγνωστική αυτή συμπεριφορά τους αναγνωρίζουν αφενός τη μακρόχρονη παράδοση των Σκώτων αναγνωστών και συγγραφέων να ψάχνουν και να οικειοποιούνται ιδέες και θέματα από το διεθνή χώρο και αφετέρου την αμερικάνικη συνήθεια της αναζήτησης της αυθεντικότητας και της προσωπικής ταυτότητας στα ίχνη της προγονικής καταγωγής.     

Στην Τρίτη και τελευταία ενότητα με τον τίτλο: “literacy, conflict, and hybridity on the Web” διερευνώνται οι πρακτικές γραμματισμού  του διαδικτύου ως χώρου εξυπηρέτησης αντιτιθέμενων συμφερόντων και πρακτικών.

Στο “Web literacies of the already accessed and technically inclined: schooling in Monterrey, Mexico” οι Susan Romano, Barbara Field, and Elizabeth W. de Huergo διερευνούν τις νέες πρακτικές γραμματισμού που ακολουθούν οι μαθητές ενός επιτυχημένου και προχωρημένου τεχνολογικά δίγλωσσου, ιδιωτικού σχολείου στο Monterrey του Μεξικού. Μέσω της σύνδεσης του σχολείου με το διαδίκτυο εκφράζονται οι απαιτήσεις της οικονομικής άρχουσας τάξης του Monterrey για μια καλύτερη προετοιμασία των παιδιών της για τη νέα εποχή αλλά και οι εκπαιδευτικοί στόχοι του σχολείου. Αν και οι εκπαιδευτικοί του σχολείου βλέπουν την παιδαγωγική μόνο διάσταση του δικτύου και έχουν αρκετές επιφυλάξεις για τους κινδύνους που μπορεί να συνεπάγεται η χρήση του, οι απόψεις των μαθητών είναι σαφώς πιο θετικές και οι πρακτικές τους πιο σύνθετες και περίπλοκες: π.χ. αν και προτιμούν την αγγλική γλώσσα για αναζήτηση πληροφοριών, η επιλογή αυτή δεν είναι αξιολογική εις βάρος της Ισπανικής αλλά στιγμιαία, γιατί αυτό είναι αποδοτικότερο στη συγκεκριμένη περίσταση· είναι έμπειροι χρήστες της γραπτής συνομιλίας (chat), αλλά επιλέγουν την ανωνυμία για ασφάλεια· χρησιμοποιούν ευρύτατα τους υπολογιστές στο σπίτι αλλά κατά πολύ ευρύτερο τρόπο απ’ ό,τι η σχολική εργασία απαιτεί και κάνουν έξυπνες παρατηρήσεις για τη βελτίωση των σελίδων άλλων σχολείων του Μεξικού.

In “Cybercuba.com(munist): electronic literacy, resistance, and postrevolutianary Cuba” Laura Sullivan and Victor Fernandez  αναδεικνύουν πώς το εθνικό και διεθνές πολιτικό πλαίσιο και ιδιαίτερα η μακρόχρονη αντιπαλότητα μεταξύ Κούβας και Ηνωμένων Πολιτειών προσδιορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις διαδικτυακές πρακτικές γραμματισμού στην Κούβα και για την Κούβα. Σε ένα πρώτο επίπεδο δεν έχουμε παρά μια μεταφορά στο διαδίκτυο των πρακτικών που ακολουθούνται στα Μέσα Ενημέρωσης. Πέραν τούτου το δίκτυο αποδεικνύεται ένα ισχυρό και φτηνό μέσο στα χέρια της Κούβας, για να προβάλλει τις απόψεις της σε όλον τον κόσμο και ένα χρήσιμο εργαλείο για την εξυπηρέτηση των κοινωνικών και οικονομικών της προτεραιοτήτων . Παράλληλα το δίκτυο αξιοποιείται για να προβάλλει την μετά το 1990 στροφή της Κούβας προς τον τομέα του τουρισμού, μετά από την έλλειψη οικονομικής υποστήριξης από την πρώην Σοβιετική Ένωση.

Οι Elaine Richardson & Sean Lewis στο “Flippin the Script’ / “Blowin” up the Spot”: Puttin’ Hip-Hop online in (African) America and South Africa”, τελευταίο κείμενο της συλλογής, ασχολούνται με τις δικτυακές διαστάσεις του hip-hop. Το Hip – hop ξεκίνησε ως ανατρεπτικό αφρικανικό και αφρικο-αμερικανικό κοινωνικό φαινόμενο από την περιοχή του Boogie Down Bronx και εξαπλώθηκε ραγδαία στη νεολαία ολόκληρου του κόσμου. Οι συγγραφείς εξετάζοντας κάποιους αντιπροσωπευτικούς, από τους χιλιάδες που υπάρχουν στο διαδίκτυο, δικτυακούς τόπους που ασχολούνται με το φαινόμενο, διαπιστώνουν πως οι συζητήσεις που γίνονται κινούνται συνήθως γύρω από δύο άξονες: από την προσπάθεια για διατήρηση του αυθεντικού κοινωνικού χαρακτήρα του κινήματος, που αλλοιώνεται από την εμπορευματοποίηση, και από την προσπάθεια για ανατροπή των αρνητικών απόψεων που διατυπώνονται. 

            Στο επιλογικό κεφάλαιο οι επιμελήτριες του βιβλίου στηριζόμενες στα εργασίες του τόμου αυτού αλλά και στη δουλειά των Manuel Castells, Donna Harraway and Gail Hawisher προτείνουν μια διαφορετική θεώρηση από την ευρέως ισχύουσα και προβαλλόμενη. Διαπιστώνουν ότι αρχίζει να αναδεικνύεται μια μεταμοντέρνα ταυτότητα, οι πρακτικές γραμματισμού της οποίας χαρακτηρίζονται από δυναμική υβριδικότητα (hybridity). Κύρια χαρακτηριστικά της υβριδικότητας αυτής είναι η παγκοσμιότητα (globalness), η τάση για συμμετοχή στην οικουμενική κοινωνία του διαδικτύου και η τοπικότητα (localness), ο χρωματισμός της προσπάθειας αυτής από το εθνικό, πολιτισμικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο της κάθε χώρας ή της κάθε κοινωνικής ομάδας.

            Όπως προκύπτει από τα περιεχόμενά του, το βιβλίο που παρουσιάζουμε εδώ εν μέρει μόνο έχει στενή σύνδεση με τη διδασκαλία της γλώσσας, όπως συνήθως την εννοούμε. Στα δέκα κείμενα της συλλογής για παράδειγμα υπάρχουν δύο πολύ ενδιαφέροντα κείμενα για την εκπαίδευση. Θεωρούμε όμως ότι το βιβλίο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον στο σύνολό του τόσο γιατί επιχειρεί να εντάξει και να ερμηνεύσει τον προβληματισμό για την παραγωγή και πρόσληψη γραπτού λόγου στο διαδίκτυο υπό το φως των σύγχρονων θεωρητικών αναζητήσεων, όσο και γιατί μας δίνει μια καλή εικόνα των επιστημονικών αναζητήσεων που επιχειρούνται, προκειμένου να θεωρητικοποιηθεί η υπόθεση γραμματισμός και διαδίκτυο, μακριά από απλουστεύσεις και παιδαγωγισμούς. Πρόκειται αναμφίβολα για μια αξιόλογη και φιλόδοξη προσπάθεια, η οποία είναι βέβαιο πως θα αποτελέσει σημείο αναφοράς και αφετηρία για περαιτέρω προβληματισμό και έρευνα. Οι σκέψεις που ακολουθούν αποτελούν προσπάθεια συμβολής στον προβληματισμό αυτό.

Οι συγγραφείς των δέκα επιμέρους κεφαλαίων περιγράφουν λεπτομερώς το πολιτισμικό, κοινωνικό και ιστορικό και οικονομικό πλαίσιο στο οποίο πραγματοποιούνταν οι δικτυακές πρακτικές γραμματισμού και αυτό είναι οπωσδήποτε απαραίτητο. Σε αρκετές όμως περιπτώσεις η όλη εργασία σχεδόν εξαντλείται στην περιγραφή του πλαισίου αυτού, ενώ η έρευνα περιορίζεται στη διερεύνηση μικρού αριθμού δικτυακών τόπων και σε ερωτηματολόγιο ή σε συνεντεύξεις που απευθύνεται σε πολύ περιορισμένο αριθμό ατόμων. Έτσι κάποια κείμενα μοιάζουν με ενδιαφέρουσες προσωπικές αφηγήσεις, που μένει όμως να επιβεβαιωθούν ή να διαψευσθούν από μια συστηματικότερη έρευνα. Θα ήταν καλό επομένως, διαβάζοντας τα κείμενα αυτά, να έχουμε κατά νου την επισήμανση των επιμελητριών στην εισαγωγή του βιβλίου πως πρόκειται για μια πρώτη, εισαγωγική απόπειρα στο χώρο αυτό (σ.4).

Θα ήθελα να επισημάνω κάτι άλλο επίσης σε σχέση με την οπτική με την οποία διαβάστηκαν οι επιμέρους μελέτες από τις επιμελήτριες. Νομίζω πως η όλη ανάγνωση, η οποία συνοψίζεται στον επίλογο, κινδυνεύει να περιορίσει την πολυπλοκότητα του θέματος σε μια άχρωμη πολιτικά, μεταμοντέρνα προσέγγιση (Ήγκλετον, 2000). Πιστεύω ότι η επέκταση των εθνογραφικών και ανθρωπολογικών αντιλήψεων ως προς τις πρακτικές γραμματισμού, που ακολουθούν οι διάφορες κοινωνικές ομάδες ή λαοί, και προς την κατεύθυνση του διαδικτύου πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεχτική, λόγω της πολυπλοκότητας (π.χ. οικονομικής, πολιτικής) του φαινομένου των Νέων Τεχνολογιών.

Θα ήθελα να σταθώ περισσότερο στο θέμα αυτό με τη συζήτηση δύο παραδειγμάτων. Το πρώτο αφορά το κείμενο των Sibylle Gruber and Enicõ Csomay, πρώτο κείμενο της συλλογής, σχετικά με τη φιλόδοξη πολιτική προσπάθεια της Ουγγαρίας για αξιοποίηση του διαδικτύου στην εκπαίδευση. Η αξιοποίηση των εργαλείων της εθνογραφικής έρευνας και η σχετική ερευνητική παράδοση στο χώρο της γλωσσολογίας μας βοηθάει σημαντικά να περιγράψουμε πώς ο λαός αυτός και κυρίως η πολιτική του ηγεσία προσπαθούν να αξιοποιήσουν τη δικτυακή τεχνολογία ως άνοιγμα και επαφή με τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Και μέσα από την περιγραφή αυτή αναδεικνύεται πράγματι η διαφορετικότητα, ο μύθος του ενιαίου παγκόσμιου χωριού. Ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέψουμε τη συνθετότητα του θέματος και να ερμηνεύσουμε την όλη προσπάθεια ως μια ευγενή τάση για παγκοσμιοποίηση. Τους ίδιους σχεδιασμούς κάνουν σήμερα όλες οι δυτικές τουλάχιστον χώρες και πολλές χώρες του ονομαζόμενου τρίτου κόσμου.

Αν μελετήσει κανείς τα προγράμματα και τους σχεδιασμούς αυτούς θα ανακαλύψει με έκπληξη έναν λόγο (εκπαιδευτικής πολιτικής και παιδαγωγικό) πανομοιότυπο, σχεδόν αντιγραφικό. Πρόκειται για λόγο που προέρχεται από την ίδια μήτρα και θυμίζει αυτό που οι Katz & Wedell (1977)[3] διαπίστωσαν, σε έρευνά τους για το πώς αξιοποιούνται τα μέσα ενημέρωσης στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Οι δύο αυτοί ερευνητές εντόπισαν μια τέτοιου βαθμού ομοιότητα στο στυλ των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών παρουσιάσεων και εκπομπών των χωρών του «Τρίτου» με αυτές του «Πρώτου Κόσμου», που ήταν σαν να ήρθαν και αυτές πακεταρισμένες μαζί με τις συσκευές και τις οδηγίες χρήσεως των μηχανημάτων. Πίσω από τα πανομοιότυπα, λοιπόν, πενταετή πλάνα για μαζικό τεχνολογικό γραμματισμό, που στηρίζουν τα πάντα στην τεχνολογία αγνοώντας την ιδιαιτερότητα της κάθε χώρας, εξυπηρετούνται, ακούσια ή εκούσια, μάλλον σαφείς πολιτικοί και οικονομικοί στόχοι, αντίστοιχοι με αυτούς που με τόσο επιτυχή ανάλυση διαπιστώνει η Cynthia Selfe για την Αμερική σε άλλο δημοσίευμά της (Selfe 1999).

Το δεύτερο παράδειγμα προέρχεται από την πολιτική σκηνή της χώρας μας. Στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές είδαμε τους πολιτικούς όλων σχεδόν των κομμάτων να αξιοποιούν κατά την προεκλογική περίοδο σε μεγάλο βαθμό το διαδίκτυο. Μεταξύ άλλων: επισκέψεις των πολιτικών αρχηγών σε δικτυακά καφενεία και συνομιλία με τους νέους, δημιουργία προσωπικών σελίδων μεγάλου μέρους των πολιτευτών με ταυτόχρονη ευρεία προβολή τους στα διαφημιστικά φυλλάδια, αξιοποίηση των δυνατοτήτων για άμεση επαφή με τους ψηφοφόρους και επίδειξη της προσπάθειας αυτής σε ειδικά σκηνοθετημένες παρουσιάσεις ενώπιον των Μέσων Ενημέρωσης. Μια εθνογραφικής υφής γλωσσολογική έρευνα θα αναδείκνυε πράγματι τον ηλεκτρονικό λόγο υβριδικής μορφής που παρήχθη, τα ελληνικά χρώματα που πιθανότατα χρησιμοποιήθηκαν για να πλαισιώσουν τα πολυτροπικά κείμενα (Χοντολίδου 1999) κλπ., μια πρακτική γραμματισμού εν τέλει χρωματισμένη από την ελληνική ιδιαιτερότητα. Αυτού του είδους όμως η προσέγγιση ναι μεν δεν είναι τεχνοκεντρική, ερμηνεύει όμως μερικώς, κατά τη γνώμη μου, την πραγματικότητα. Και αυτό γιατί εστιάζει στο επιμέρους και παρακάμπτει το όλο σκηνικό (Χριστίδης 2000: 189-196). Και το σκηνικό στην προκειμένη περίπτωση είναι η ελληνική πολιτική πραγματικότητα, οι όροι και τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή της προεκλογικής εκστρατείας. Το διαδίκτυο αποτέλεσε απλώς ένα άλλο μέσο στο σκηνικό αυτό, που λόγω της ευρείας αποδοχής και της συγκεκριμένης σημειολογίας του (πολιτικός που αξιοποιεί το διαδίκτυο = σύγχρονος πολιτικός με στενή σχέση με το μέλλον και τους νέους) αξιοποιήθηκε ευρύτατα από τους χαράσσοντες την επικοινωνιακή προεκλογική πολιτική. Δεν απέφερε κάποια άλλη ποιότητα στην προεκλογική εκστρατεία και το διάλογο.

Με αφετηρία τα παραδείγματα αυτά μπορούμε να επανέλθουμε στο σχολικό χώρο. Για την εκπαίδευση και τη γλωσσική αγωγή, το σκηνικό είναι δεδομένο: πρόκειται για τη συγκεκριμένη εκπαιδευτική πολιτική, τα αναλυτικά προγράμματα, τα παιδαγωγικά, οικονομικά και οργανωτικά δεδομένα κλπ. Το σκηνικό αυτό είναι εν τέλει που προσδιορίζει πώς θα αξιοποιηθεί και η τεχνολογία στα σχολεία μας και όχι ο μαζικός εξοπλισμός τους με υπολογιστές και η σχετική αντιγραμμένη ρητορεία που τον συνοδεύει. Και το σκηνικό αυτό δε φαίνεται προς το παρόν να είναι τα κατάλληλο για ένα τέτοιο εγχείρημα (Κουτσογιάννης 1998, 1999β). Γι’ αυτό αν μας ενδιαφέρει πραγματικά η δημιουργική αξιοποίηση των δικτύου και των Νέων Τεχνολογιών στην εκπαίδευση πρέπει να ασχοληθούμε πρώτα με συνέπεια και σοβαρότητα με το σκηνικό αυτό και στη συνέχεια ή τουλάχιστον παράλληλα με τη δημιουργική χρήση της τεχνολογίας.    

Βιβλιογραφία  

Hawisher, G., LeBlanc, P., Moran, C. and Selfe, C. 1996. Computers and the Teaching of Writing in American Higher Education, 1979-1994: A History. Norwood , New Jersey : Ablex Publishing Corporation.

Ήγκλετον, Τέρρυ. 2000. Λόγος και τζόγος. Η θεωρία το διάστημα μεταξύ κουλτούρας και καπιταλισμού. Παρατηρητής, 49: 74-80 (μετάφραση Λ. Πόλκας).

Katz, E. and Wedell, G. 1977. Broadcasting in the Third World . Cambridge MA : Harvard University Press.

Κουτσογιάννης, Δ. 1998. «Περιθώρια δημιουργικής αξιοποίησης των ηλεκτρονικών υπολογιστών στη διδασκαλία του γραπτού λόγου: έρευνα σε μαθητές Α΄ Γυμνασίου». Διδακτορική διατριβή, Τομέας Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ.

Κουτσογιάννης, Δ. 1999. Πληροφορική – επικοινωνιακή τεχνολογία και γλωσσική αγωγή. Γλωσσικός Υπολογιστής 1(1): 125-130.

Κουτσογιάννης, Δ. 1999β. Πληροφορική – επικοινωνιακή τεχνολογία και γλωσσική αγωγή στην ελληνική δευτεροβάθμια εκπαίδευση: προκαταρκτικές παρατηρήσεις. Ανακοίνωση στη Διεθνή Ημερίδα: Πληροφορική – επικοινωνιακή τεχνολογία και γλωσσική αγωγή: η διεθνής εμπειρία. Θεσσαλονίκη, 23/11/99: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

      (http://www.komvos.edu.gr/enimerwsi/synedrio/index.htm)

Κουτσογιάννης, Δ., Βαλετόπουλος, Φ., Γεωργιάδης, Μ. και Ντίνας, Κ.  2000. Ο γλωσσικός – πολιτισμικός χρωματισμός του διαδικτύου ως μέσου αναζήτησης επιμορφωτικού υλικού. Ανακοίνωση στο Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο: Τεχνολογίες της Πληροφορίας και Επικοινωνίας στην Εκπαίδευση, Πάτρα, 13,14 και 15 Οκτωβρίου.

 Meyrowitz, N. 1991. Hypertext – Does it Reduce Cholesterol, Too? Στο From Memex to Hypertext: Vannevar Bush and Mind’s Machine, επιμ. J.M. Nyce and P. Kahn (287-318).  San Diego : Academic Press.

Selfe, Cynthia 1999. Global Literacy Practices? Cultural Perspectives on the World Wide Web. Ανακοίνωση στη Διεθνή Ημερίδα: Πληροφορική – επικοινωνιακή τεχνολογία και γλωσσική αγωγή: η διεθνής εμπειρία. Θεσσαλονίκη, 23/11/99: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

      (http://www.komvos.edu.gr/enimerwsi/synedrio/index.htm)

Street, Brian 1993. Cross-cultural approaches to literacy. New York : Cambridge University Press.

Street, B. 1995. Social Iiteracies: Critical Approaches to Literacy in Development, Ethnography, and Education. London : Longman.

Thomas, R. 1993. Γραπτός και προφορικός λόγος στην αρχαία Ελλάδα. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (Μετάφραση: Δ. Κυρτάτας).

Χοντολίδου, Ε. 1999. Εισαγωγή στην έννοια της πολυτροπικότητας. Γλωσσικός Υπολογιστής 1(1): 114-118.

Χριστίδης, Α.- Φ. 1999 (επιμ.). Ισχυρές και ασθενείς γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Χριστίδης, Α.-Φ. 2000. Γλώσσα, πολιτική, πολιτισμός. Αθήνα: Πόλις

 

 

 



[1] Γραμματισμός (literacy): «η ικανότητα ανάγνωσης και γραφής καθώς και πρόσβασης σε ποικίλα είδη γραπτού λόγου» (Χριστίδης 1999, τόμος Β:1000).

[2] Οι όροι διαδίκτυο (Internet), δίκτυο (net) και (παγκόσμιος) ιστός (, WWW, Web) χρησιμοποιούνται συχνά στο κείμενο αυτό, όπως και στο υπό συζήτηση βιβλίο (σ.15), με την ίδια περίπου σημασία.

[3] Η αναφορά προέρχεται από το κείμενο των McConaghy and Snyder (σ. 83).

  


 

<------ Αρχική

Επικοινωνία:-  terracomputerata AT gmail DOT com