Επειδή
πότε πότε ξεκαλωδιωνόμαστε...
Ο
βιβλιοπόντικας προτείνει
«Πολιτική ορθότητα; Δεν τρώω
αυτό το φαΐ»
Πληθωρικός και σαρκαστικός ο
Mόρντεκαϊ Pίχλερ
ENAΣ AΦHΓHTHΣ ME AΛTΣXAΪMEP. ΠEIPAXTHPI, ΣYXNA ΣTPIMAΔI. ΠΟΛYΠΟΛITIΣMIKΟ
MΟNTPEAΛ, ΞEΣAΛΟ ΠAPIΣI. ΠPΟΣΩΠIKH IΣTΟPIA KAI IΣTΟPIKH ΠEPIΠETEIA. ΔIABΟΛEMENΟ
XIΟYMΟP, ΠΟY ΔE ΛΟΓAPIAZEI THN ΠΟΛITIKH ΟPΘΟTHTA
Mordecai
Richler (1931-2001): γέννημα θρέμμα Καναδός. Διηγηματογράφος, σεναρίστας,
θεατρικός συγγραφέας, συγγραφέας βιβλίων για παιδιά, δημοσιογράφος. Εβραϊκή
παιδεία, τσουχτερή γλώσσα. Αν επιμένετε στη σιδερωμένη ιδεολογία της πολιτικής
ορθότητας, ο κύριος Richler δεν είναι ο άνθρωπός σας.
Ο
κόσμος του Μπάρνεϋ (1997) είναι το δέκατο μυθιστόρημα του συγγραφέα. Εδώ, για
πρώτη φορά, ο Richler εγκαταλείπει την τριτοπρόσωπη αφήγηση: πλέκει την ιστορία
του γύρω από μια πρωτοπρόσωπη εξομολόγηση. Ο Μπάρνεϋ Πανόφσκι, ραμολιμέντο
εξήντα επτά ετών, με μυαλό που σταδιακά ξεμοντάρει η Αλτσχάιμερ και διαλυμένο
σώμα, αποφασίζει να γράψει την αυτοβιογραφία του. Μανιώδης καπνιστής πούρων,
εκλεκτικός πότης, εμμονοληπτικός φουστανάκιας. Με περιπετειώδη βίο και καριέρα
στην τηλεόραση. Με τρία διαζύγια και μία κατηγορία φόνου να διαδηλώνουν το
πολυκύμαντο παρελθόν του. Ο Μπάρνεϋ αποφασίζει να διηγηθεί την ιστορία του, για
έναν και μόνο λόγο: επιθυμεί να προφυλάξει τον εαυτό του. Έχει πληροφορηθεί ότι
ο άσπονδος φίλος του, Τέρρυ Μαγκάιβερ, ατάλαντος και όμως σκανδαλιστικά
καταξιωμένος συγγραφέας, πρόκειται να εκδώσει βιβλίο, στο οποίο τον εκθέτει
ανεπανόρθωτα. Ο Μπάρνεϋ αποφασίζει να απαντήσει στον Μαγκάιβερ με τον ίδιο
τρόπο. Μονομαχία βιβλίων, λοιπόν.
H αυτοβιογραφία του Μπάρνεϋ χωρίζεται σε τρία μέρη, τα οποία παίρνουν το όνομά
τους από την εκάστοτε σύζυγο του αφηγητή. Προηγούνται η τρελοκαμπέρω καλλιτέχνις
Κλάρα και η μποέμικη ζωή στο Παρίσι. Ακολουθούν η ελαφροκάνταρη δεύτερη κυρία
Πανόφσκι, η επιστροφή του Μπάρνεϋ στον Καναδά και το νεοπλουτίστικο κουβούκλιο
ζωής του ζεύγους. Έπεται η άμωμη Μύριαμ συνώνυμη της ακύμαντης οικογενειακής
ευτυχίας. Μια ευτυχία τόσο απόλυτη, που καταντά πλαστική.
Ο Μπάρνεϋ δεν διηγείται ευθύγραμμα την ιστορία του. Πηγαινοέρχεται με άνεση σε
παλιότερα και πιο πρόσφατα γεγονότα. Αυτά τα ζιγκ ζαγκ της σκέψης του δεν
αποπροσανατολίζουν την ανάγνωση, ούτε λειτουργούν φυγόκεντρα στη σύσταση του
μύθου. Το παρελθόν εκβάλλει στο παρόν, η μια ιστορία μπαίνει μέσα στην άλλη,
μικρές ψηφίδες προστίθενται σε επάλληλα στρώματα εξιστόρησης.
Ο Μπάρνεϋ παλεύει με τους δαίμονες της αρρώστιας του. Παθαίνει διαλείψεις, χάνει
τις λέξεις του. Μπερδεύει realia. Στον επίλογο του βιβλίου, ο τιτίζης πρωτότοκος
γιος του, Μάικλ, αναλαμβάνει να στρογγυλέψει την ιστορία του πατέρα του. Δεν
πρόκειται για επίδειξη υιικής στοργής. Ο Μάικλ έχει επιφορτιστεί με το
συγκεκριμένο έργο, κατόπιν εντολής τού, πάλαι ποτέ εχέφρονος, Μπάρνεϋ. Είναι ο
σατανικός τρόπος που εφευρίσκει ο πατέρας του, για να τον εξαναγκάσει να
διαβάσει το βαρύ πυροβολικό της ευρωπαϊκής γραμματείας. Καθώς τα απομνημονεύματα
βρίθουν σοφολογιότατων παραπομπών, ο σούπερ μοντέρνος Μάικλ αναγκάζεται να
μελετήσει πάμπολλες σοφές κεφαλές, για να διορθώσει, στις υποσημειώσεις που
συνοδεύουν το κείμενο, τις υποτιθέμενες αβλεψίες του ασθενικού μυαλού του πατέρα
του. Προς το τέλος, μαθαίνουμε από την αγαπημένη κόρη του Μπάρνεϋ, Κέιτ, πως
αυτός ήταν ο δαιμόνιος τρόπος που σκαρφίστηκε ο Μπάρνεϋ για να συμπληρώσει, εκ
των, υστέρων την ελλιπή παιδεία του γιου του.
Το βιβλίο του Richler πλέκεται γύρω από διαφορετικά ειδολογικά νήματα.
Αναπτύσσεται ως κρεσέντο αγάπης απέναντι στη Μύριαμ το οποίο μοιάζει με
σοροπιαστό ρομάντζο. Όμως, οι αγαπητικές κορόνες του αφηγητή αντικρύζονται με
σεξομανιακές φαντασιώσεις, στις οποίες ο ίδιος πρωταγωνιστεί σε ακόλαστες πόζες
με μια παλιά του δασκάλα, την κυρία Ότζιλβυ. Δυστυχώς, κάποια ατυχής ατάκα
χαλάει πάντα την προγραμματισμένη φαντασίωση και η περιπόθητη στύση μαραίνεται.
Σε όλο το βιβλίο υφέρπει το αστυνομικό ερώτημα: είναι τελικά δολοφόνος ο Μπάρνεϋ;
Σκότωσε ή όχι τον καλύτερό του φίλο; Ακόμα και ο ίδιος ο αφηγητής, κάποιες
στιγμές, αμφιβάλλει για την αθωότητά του. H μνήμη του τον εγκαταλείπει, τα
γεγονότα μένουν έως τον επίλογο αμφίρροπα. Ένα απρόσμενο συμβάν έρχεται, στην
τελευταία παράγραφο, να εξηγήσει το μυστήριο. Όμως ο Μπάρνεϋ δεν θα μάθει ποτέ
την αλήθεια.
Παιγνιώδης εμμονή
Ο Μόρντεκαϊ Ρίχλερ (1931-2001) υπήρξε ένας διαβολεμένα ταλαντούχος συγγραφέας,
χωρίς κανένα ιερό και όσιο
Στο σοφά ενορχηστρωμένο αυτό μυθιστόρημα, η προσωπική ιστορία συνομιλεί με την
ιστορική περιπέτεια. Ο δίγλωσσος Καναδάς βράζει. Ο αφηγητής σαρκάζει τους «γλωσσομπάτσους»
και τις ακρότητες της επικράτειας του Κεμπέκ. Στο συγκεκριμένο βιβλίο δεν έχει
καμία θέση ο εξαπλουστευμένος καθωσπρεπισμός της πολιτικής ορθότητας και της
αποκαθαρμένης γλώσσας.
Ο Richler ανεβοκατεβαίνει επίπεδα ύφους, που αποδίδονται με τεχνουργημένα
ευθύβολο τρόπο από τον μεταφραστή: από τον σπειροειδή απονενοημένο μονόλογο του
αφηγητή, που βυθίζεται σταδιακά στην Αλτσχάιμερ, στο κοκαλωμένο ύφος του
λογοτέχνη Μαγκάιβερ και από εκεί στις δηλητηριώδεις πλαστές επιστολές που
αποστέλλει ο Μπάρνεϋ σε εχθρούς και φίλους, με ποικίλα ψευδώνυμα. Εξωφρενικά
γελαστικός στους αυτιστικούς μονολόγους τής δεύτερης κυρίας Πανόφσκι,
σπαρακτικός όταν ξεχνά ακόμα και το τηλέφωνο της πολυαγαπημένης Μύριαμ.
Στο βιβλίο του Richler τα πιο σκοτεινά πράγματα λέγονται με τον πιο ευτράπελο
τρόπο. Οι πολιτικώς ορθοί αναγνώστες ίσως ενοχληθούν με την παιγνιώδη εμμονή του
Richler σε κάθε είδους εκκρίσεις. Με την υπογείως δηλωμένη αποστροφή του
απέναντι στην τρομοκρατία του κολλαρισμένου ρεαλισμού. Υποψιάζομαι πως το έκανε
επίτηδες. Γιατί δεν είχε ούτε ιερό ούτε όσιο.
Ο ΜΠΑΡΝΕΫ «ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΣ»
«Αυτό που μ' έβαλε στο κόλπο δεν ήταν "Ο Θάνατος του Ιβάν Ιλιτς" του Τολστόι,
ούτε ο "Μυστικός Πράκτορας" του Κόνραντ, αλλά το παλιό περιοδικό Liberty, που σε
κάθε άρθρο του είχε ένα προλογικό σημείωμα το οποίο έλεγε πόσην ώρα θα σου
έπαιρνε να το διαβάσεις: ας πούμε, πέντε λεπτά και τριάντα πέντε δευτερόλεπτα.
Έβγαζα το ρολόι μου με τον Μίκυ Μάους από τον καρπό μου, το τοποθετούσα στο
τραπέζι της κουζίνας με το καρώ μουσαμαδένιο τραπεζομάντιλο, διέτρεχα σαν
αστραπή το εν λόγω κείμενο σε τέσσερα, ας πούμε, λεπτά και τρία δευτερόλεπτα,
και θεωρούσα τον εαυτό μου διανοούμενο».
ΤΑ ΝΕΑ , 09-08-2003 , Σελ.: P21
Κωδικός άρθρου: A17710P211
ID:377544
<-----
Βιβλιοπόντιξ
<-----
Αρχική
|