Επειδή
πότε πότε ξεκαλωδιωνόμαστε...
Ο
βιβλιοπόντικας προτείνει
Hδονή που σκίζει τον εγκέφαλο
H δυσεπίλυτη εξίσωση της Αμελί
Nοτόμπ
EINAI NEA, ΩPAIA, ΔAIMΟNIKA EΞYΠNH. ΠΟYΛAEI ΠΟΛY, BPABEYETAI, ΠAIPNEI KAΛEΣ
KPITIKEΣ. MHΠΩΣ TΟ ΦAINΟMENΟ AMEΛI NΟTΟMΠ EINAI ΠΟΛY ΛAMΠEPΟ, ΓIA NA EINAI
AΛHΘINΟ;
H
Αμελί Νοτόμπ, αυτό το «βιολογικό ρολόι της λογοτεχνίας», δημοσιεύει ένα βιβλίο
κάθε φθινόπωρο. Από το 1992 ως το 2003 έχει δημοσιεύσει 13 βιβλία. Όλα τους
έγιναν μπεστ σέλερ στις γαλλόφωνες χώρες και μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες.
H τριανταεπτάχρονη συγγραφέας έχει βραβευτεί αρκετές φορές (Μεγάλο Βραβείο
Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας για το βιβλίο «Φόβος και Τρόμος», που
κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια κ.ά.).
Σκοτεινά κείμενα
Το
«φαινόμενο Αμελί Νοτόμπ» αποδεικνύεται εκρηκτικό μείγμα και δυσεπίλυτη εξίσωση.
H εικόνα δεν μπατάρει πουθενά. Υψηλές πωλήσεις συνδυάζονται με σοβαρά βραβεία
και σημαντικές κριτικές. Μια αξιοφάγωτη νέα γυναίκα γεννά αξιανάγνωστα κείμενα.
H Αμελί Νοτόμπ δεν είναι απλώς «γραφομανής», όπως χαρακτηρίζει η ίδια τον εαυτό
της. Είναι συγγραφέας με σκληρή επαγγελματική συνείδηση. Να, λοιπόν, που μια
γαζέλα γράφει μασίφ λογοτεχνία. Να που τα ευπώλητα βιβλία δεν είναι,
απαραιτήτως, όπως πολλοί μουρμουρίζουν, αλεσμένη τέχνη για το «πόπολο». Να που η
έμπνευση έρχεται και κατά παραγγελία - και η γραφή έρχεται γράφοντας. Κάποιοι
μπορεί να μηρυκάζουν τα βιβλία τους, η Αμελί ποτέ. H ομορφιά, σε συνδυασμό με
την ευφυΐα και την εργασιομανία, μπορούν να αποδειχθούν φονική τριπλέτα και όχι
ανίερος συνδυασμός. Δεν είναι εξοργιστικό;
H «Μεταφυσική των σωλήνων» εκδόθηκε στη Γαλλία το 2000, πούλησε μέσα σε έναν
μήνα 200.000 αντίτυπα και συγκέντρωσε τους επαίνους της κριτικής. Το βιβλίο
παρουσιάζεται ως «αυτοβιογραφία». H αφηγήτρια σε πολλά βιογραφικά realia
ταυτίζεται με την συγγραφέα. Πρόκειται για μια «αυτοβιογραφία» της βρεφικής και
της πρώιμης παιδικής ηλικίας: από τη γέννηση ως τα γενέθλια των τριών ετών. H
αφηγήτρια γεννιέται και αυτή, όπως και η Νοτόμπ, στην Ιαπωνία το 1967 από
Βέλγους γονείς. Ο πατέρας της είναι διπλωμάτης.
Λευκή σοκολάτα
Το πρώτο μέρος του βιβλίου είναι γραμμένο σε τριτοπρόσωπη αφήγηση. Το αφύσικα
ακίνητο και αμίλητο βρέφος μένει κοκαλωμένο ως τα δυόμισι χρόνια του στην
παιδική κούνια. Οι γονείς του το ονομάζουν, εύλογα, «Το Φυτό». Όσο διαρκεί αυτή
η κατάσταση, το Φυτό δεν έχει συνείδηση του εαυτού του. Ζει, σχεδόν, έξω από το
σώμα του και παρατηρεί. Αυτοαποκαλείται «θεός». Το σύμπαν γυρνάει αποκλειστικά
γύρω από το Φυτό.
Ώσπου, ξαφνικά, το Φυτό «ξυπνά». Τσιρίζει. Οργίζεται. Κανείς δεν μπορεί να το
κουλαντρίσει. Οι γονείς αναπολούν την εποχή που το Φυτό έμενε βουβό στην κούνια
του. Τότε, εμφανίζεται αεροπορικώς η παλαίμαχος Βελγίδα γιαγιά με το μαγικό
ραβδάκι: ένα ραβδάκι λευκής σοκολάτας. Το κανιβαλικό δίχρονο το μασουλάει και
ζουρλαίνεται. H ηδονή σκίζει τον παιδικό εγκέφαλο. Αναδύεται, για πρώτη φορά, το
εγώ. H τριτοπρόσωπη αφήγηση μεταστρέφεται σε πρωτοπρόσωπη εξομολόγηση. Το εγώ
παίρνει φόρα και βγαίνει. Παρατηρεί τον κόσμο. Κάνει ριψοκίνδυνες σκανταλιές.
Ζει την επικίνδυνη παιδική ηλικία και κατορθώνει να τα βγάλει πέρα.
H συνηθισμένη αστοχία, στα κείμενα που υποδύονται την στροφορμή του παιδικού
εγκεφάλου και το lego του παιδικού λόγου, είναι η επίπλαστη απλότητα και η
τεχνημένη δήθεν αθωότητα. Ίσως ο παιδικός εγκέφαλος είναι λιγότερο αθώος - και
περισσότερο σύνθετος - απ' όσο νομίζουμε. H Μαργαρίτα Καραπάνου, στο εξαιρετικό
βιβλίο της «H Κασσάνδρα και ο Λύκος», αποτύπωσε, απογειωτικά και ανενδοίαστα, το
εκρηκτικό κοκτέιλ αθωότητας και διαστροφής της παιδικής ηλικίας. H Αμελί Νοτόμπ,
με τη σειρά της, βρίσκει τον δικό της τρόπο να αποδώσει τις έλικες του παιδικού
εγκεφάλου. H έλξη προς τον θάνατο, το μίσος στον αδελφό, τα ατελείωτα χάδια, το
εγωκεντρικό βρεφικό σύμπαν, οι ριψοκίνδυνες περιπέτειες της καθημερινής ζωής.
Την επόμενη φορά που θα αντικρύσουμε αθώα παιδικά μάτια, ας είμαστε πιο
υποψιασμένοι. Μέσα στον παιδικό εγκέφαλο γίνεται χαμός κι εμείς, μάλλον, δεν
παίρνουμε χαμπάρι.
ΟΙ ΕΦΑΨΙΕΣ TOY ΡΕΑΛΙΣΜΟΥ
Κάποιος σχολαστικός εφαψίας του ρεαλισμού ίσως διατύπωνε ενστάσεις αληθοφάνειας:
το ύφος του κειμένου δεν έχει την τραχιά απλότητα της παιδικής φράσης. H σκέψη
του παιδιού-αφηγητή βυθομετρεί τον εαυτό και τον κόσμο με φιλοσοφημένη οξύνοια.
«Μπορεί ένα παιδί να μιλάει έτσι»;
Δεν είμαι σίγουρη ότι η Νοτόμπ (και μαζί της αρκετοί συγγραφείς που τραβάνε το
χαλάκι κάτω από τα πόδια του καθωσπρέπει ρεαλισμού) θα συμμεριζόταν το ερώτημα.
Ορισμένες φορές, το έκτυπο ύφος και η υπονόμευση της μπετοναρισμένης
αληθοφάνειας φτιάχνουν πιο ενδιαφέρουσα και, συχνά, πιο πειστική λογοτεχνία.
Όταν η πεζογραφία κάνει πατιτούρα τη ζωή, εύκολα καταλήγει σαπουνόπερα.
ΤΑ ΝΕΑ , 06-03-2004 , Σελ.: P01
Κωδικός άρθρου: A17883P011
ID:406175
<-----
Βιβλιοπόντιξ
<-----
Αρχική
|