Επειδή
πότε πότε ξεκαλωδιωνόμαστε...
Ο
βιβλιοπόντικας προτείνει
Το αφηγηματικό τέχνασμα της Άλις Σίμπολντ
Ο Παράδεισος; Καμιά φορά μοιάζει με το Λύκειο!
ΕΝΑΣ ΒΙΑΣΜΟΣ. ΕΝΑΣ ΦΟΝΟΣ. ΜΙΑ ΑΝΗΛΙΚΗ ΕΚΤΟΞΕΥΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ. ΠΑΡΑΤΗΡΕΙ
ΤΟΥΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΟΛΟΦΟΝΟ. ΚΑΠΟΙΟΙ ΔΥΣΚΟΛΕΥΟΝΤΑΙ ΝΑ ΞΕΧΑΣΟΥΝ.
ΚΑΠΟΙΟΙ ΚΟΥΚΟΥΛΩΝΟΥΝ ΤΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ. ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΚΡΗ ΣΟΥΖΙ, Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ
ΤΟ ΛΥΚΕΙΟ. ΕΝΑ «ΦΡΟΝΙΜΟ» ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, ΧΩΡΙΣ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΡΙΣΚΑ
Έχει τη σημασία του:
Ποιος αφηγείται την ιστορία που διαβάζουμε; Κάποιος τριτοπρόσωπος παρατηρητής,
που στέκεται έξω από τον χορό και γνωρίζει εξ αποκαλύψεως τα πάντα; Κάποιος
ήρωας που ξεσκεπάζει μύχια μυστικά σε πρώτο πρόσωπο; Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση
προκαλεί τη συνενοχή του αναγνώστη: θα σου εμπιστευτώ την ιστορία μου, υπονοεί ο
ήρωας.
Στα Παραδεισένια Οστά η συγγραφέας μηχανεύεται ένα τέχνασμα που συναιρεί αυτούς
τους δύο αφηγηματικούς τρόπους: την ιστορία τη διηγείται η Σούζι, μια
δεκατετράχρονη μαθήτρια. Μόνο που η Σούζι είναι πια νεκρή. Δολοφονήθηκε με άγριο
τρόπο από έναν φαινομενικά καλόβολο γείτονα, κοντά στο σπίτι της. Το βασανισμένο
κορίτσι εκτοξεύεται στον παράδεισο. Βλέπει από το συννεφάκι της τα πάντα, αλλά
δεν μπορεί να επέμβει. Γνωρίζει, αλλά δεν μπορεί να αποκαλύψει. Συχνά πυκνά
κυκλοφορεί στο οικογενειακό σπίτι, στέκεται πλάι στους αγαπημένους ανθρώπους.
Όμως αυτοί δεν αντιλαμβάνονται τίποτα.
Η Σούζι παρακολουθεί με αδηφάγο ενδιαφέρον τις επιπτώσεις που έχει η δολοφονία
της στην οικογένεια, στους φίλους, στους γείτονες και στον δολοφόνο της. Η ζωή
συνεχίζεται. Οι πιο οικείοι κουβαλούν τις πληγές τους. Ο πατέρας της Σούζι
βυθίζεται, όλο και πιο βαθιά, στον ρούφουλα της απώλειας. Αναζητεί μονομανιακά
τον δολοφόνο. Το ένστικτό του τον οδηγεί σωστά, όμως κανείς δεν συμμερίζεται τη
νοσηρή του προσκόλληση. Οι ενέργειές του, αντί να ανακουφίσουν την οικογένεια,
την εκθέτουν στη χλεύη.
Η μητέρα της Σούζι αντιδρά στην περιρρέουσα κατάθλιψη με τρόπο σωματικό.
Επιζητεί τη λήθη στην αγκαλιά ενός άλλου άντρα, ενός αστυνομικού που ερευνά την
υπόθεση. Εκείνος δείχνει αγαπητικά αισθήματα. Το βασικότερο πλεονέκτημά του: δεν
γνώριζε τη δολοφονημένη της κόρη.
Η αδελφή της Σούζι, Λίντσι, παλεύει να τα βγάλει πέρα στο θλιβερό, περίκλειστο
σπίτι. Την καταπίνει η μελέτη. Ζει, με μεγάλη φόρα, τον πρώτο της έρωτα.
Αρπάζεται με πείσμα από τη ζωή.
Ο τετράχρονος Μπάκλεϊ είναι ο βενιαμίν της οικογένειας. Καταπίνει τα απόνερα της
ιστορίας. Στη Δευτέρα Δημοτικού, όταν θα του ζητήσουν να αφηγηθεί ένα παραμύθι,
θα γράψει στο τετράδιό του: «Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα παιδί που το
έλεγαν Μπίλι. Του άρεσαν οι εξερευνήσεις. Είδε μια τρύπα και μπήκε μέσα, αλλά
δεν ξαναβγήκε ποτέ. Τέλος». Ο μπαμπάς κολλάει αφηρημένος το κείμενο στο ψυγείο,
αλλά ο Μπάκλεϊ καταλαβαίνει πως κάτι δεν πάει καλά με το παραμύθι του.
Γύρω από τον κλειστό κύκλο της πυρηνικής οικογένειας, ανοίγει ένας μεγαλύτερος
και ομόκεντρος: σ' αυτόν περιφέρονται η κοκέτα και αλκοολική γιαγιά που σώζει
καταστάσεις με το κέφι και τη βαριά της πείρα, ο Ρέι, συμμαθητής της Σούζι και
παρ' ολίγον πρώτος της έρωτας. Η Ρουθ, μια ιδιόρρυθμη συμμαθήτρια που
ψυχανεμίζεται σκιές και φαντάσματα. Ο ψυχοπαθής, αλλά ψύχραιμος δολοφόνος. Οι
γείτονες. Οι συμμαθητές. Η Αστυνομία.
«Φρόνιμο» κείμενο
«Στον παράδεισό μου, μπορώ να ανάψω φωτιά στη μέση της τάξης»
Εκεί ψηλά, ανοίγεται ένα, σχεδόν πανομοιότυπο, ασώματο σύμπαν. Ο παράδεισος της
Σούζι μοιάζει σε πολλά με τη ζωή της στη γη. Σχολείο, σπίτι, συγκάτοικοι,
παγωτά. Πώς περιγράφει η ίδια τον καινούργιο αυτόν άμωμο κόσμο; «Καμιά φορά
μοιάζει με το λύκειο (...), αλλά στον παράδεισό μου μπορώ να ανάψω φωτιά στη
μέση της τάξης». Όμως, η έγνοια για τους δικούς της τραβά τη σκιά της στη γη.
Στον παράδεισο δεν μπορεί να έχει αυτό που θέλει απ' όλα πιο πολύ: τη ζωή που
δεν πρόλαβε να ζήσει. Τελειωτικά και τελεσίδικα.
Η Sebold αξιοποιεί το αφηγηματικό της τέχνασμα για να ξεψαχνίσει τα εσώψυχα και
τις αντιδράσεις των ηρώων της. Η Σούζι μπορεί να βρίσκεται παντού, τα γνωρίζει
όλα. Παρακολουθούμε την οικογενειακή ευτυχία να ξηλώνεται. Τα πρόσωπα διαγράφουν
φυγόκεντρες τροχιές, απομακρύνονται και ξανασυναντώνται. Βέβαια, οι μεταφυσικές
αφέλειες δεν λείπουν. Η αίσθηση της ασώματης Σούζι που περνά δίπλα από τους
ζωντανούς σαν παγωμένο αεράκι. Η φασματική μορφή που σβήνει τα κεριά. Η νεκρή
Σούζι ζει σ' έναν αρκούντως ροζαλί, πάντως γοητευτικό, παράδεισο. Η σκηνή της
ενσωμάτωσής της στο πρόθυμο σώμα της Ρουθ και η ένωση της σωματοποιημένης ψυχής
με τον αγαπημένο της ζωντανό άντρα αφήνει μια γλυκερή, παρασοροπιασμένη γεύση.
Οι συγκεκριμένες σκηνές διαβάζονται με υψωμένο φρύδι και αρκετή αναγνωστική
συγκατάβαση. Σίγουρα, η αρχική ιδέα έχει ενδιαφέρον, η συγγραφέας πλέκει με
ανθρώπινη κατανόηση και αφηγηματική συμπάθεια την ιστορία της. Το βιβλίο έλαβε
διθυραμβικές κριτικές στα αμερικανικά έντυπα. Όμως η γλώσσα του δεν σπαρταρά. Η
εξιστόρηση είναι μονόχορδα και αδιασάλευτα ευθύγραμμη. Πρόκειται για «φρόνιμο»
μυθιστόρημα, χωρίς συγγραφικά ρίσκα. Μένει στον αφρό της διήγησης, δεν βουτάει
σε βαθιά νερά.
Στο σημείο αυτό έγκειται η ειδοποιός διαφορά με άλλα - πιο ερεθιστικά - κείμενα,
στα οποία γλώσσα και τρόπος της αφήγησης αποτελούν πυρηνικό στοιχείο της
μυθοπλαστικής τέχνης. Ίσως χρειάζεται κάτι παραπάνω από το μπλα μπλα μιας
καλοστημένης ιστορίας, για να μη μείνει το βιβλίο ένα ακόμη προϊόν, που
ξεχνιέται αμέσως μετά την κατανάλωσή του.
ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΣ ΣΕ ΕΝΑΝ ΤΕΛΕΙΟ ΚΟΣΜΟ
Η συγγραφέας του βιβλίου Αlice Sebold
«Πάνω στο γραφείο του πατέρα μου, στο εσωτερικό της γυάλινης σφαίρας που όταν
την κουνάς χιονίζει, ήταν ένας πιγκουίνος που φορούσε ένα κασκόλ με άσπρες και
κόκκινες ρίγες. (...) Σκεφτόμουν ότι ο πιγκουίνος ήταν ολομόναχος εκεί μέσα και
στεναχωριόμουν γι' αυτόν. Όταν το είπα στον πατέρα μου, απάντησε: "Μην
ανησυχείς, Σούζι, ο πιγκουίνος περνάει ζωή χαρισάμενη. Είναι εγκλωβισμένος σε
έναν τέλειο κόσμο"».
ΤΑ ΝΕΑ , 29-03-2003 , Σελ.: P27
Κωδικός άρθρου: A17600P271
<-----
Βιβλιοπόντιξ
<-----
Αρχική
|