|
Ο Φίλιπ Ροθ
είναι το αγαπημένο παιδί της
αμερικανικής κριτικής. Για το
τελευταίο βιβλίο του, «Το ζώο που
ξεψυχά» (μόλις μεταφράστηκε και
κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις
εκδόσεις Πόλις) έχουν γραφεί
μακρόσκελέστατοι, λογιότατοι και
ενίοτε ψυχαναλυτικοί, ύμνοι («Νew Υork Τimes»,
«Τhe Νew Υork Review», «LΑ Τimes» κ.ά.). Θέμα του
βιβλίου αυτό που απασχολούσε τους
συγγραφείς, πάντα. Ο έρωτας και ο
θάνατος. Καλύτερα, ο έρωτας με τη μορφή
του ψαχνού σεξ. Χωρίς στολισμένα λόγια,
καθαρό φιλέτο ερωτικής πράξης. Και ο
θάνατος. Πάνω από τα κεφάλια των
εραστών να επικρέμαται. Χωρίς να
μυρίζουν το χνότο του παρά μόνο όταν
αυτός πλησιάσει πολύ κοντά.
|
Η ιστορία:
Εκείνος είναι καθηγητής στο
πανεπιστήμιο. Εκείνη είναι φοιτήτριά
του. Εκείνος παρουσιάζει μια
πολιτιστική εκπομπή σε ένα τοπικό
κανάλι. Είναι παράγων της περιοχής.
Εκείνη είναι μια συνηθισμένη κοπέλα,
κουβανικής καταγωγής. Ζουμπουρλού και
ωραία μέχρις αποπληξίας. Εκείνος είναι
σχεδόν υπερήλικας. Εκείνη νέα, νεώτατη.
Το ερωτικό παιχνίδι αρχίζει...
Το σεξ είναι
ανισόρροπη τραμπάλα. Διαμορφώνει
σχέσεις εξουσίας, κρατά ισορροπίες
ασταθείς. "Η μεγάλη βιολογική φάρσα
εις βάρος των ανθρώπων είναι ότι
έρχονται σε επαφή σωματική προτού
μάθουν οτιδήποτε ο ένας για τον άλλον"
σημειώνει ο ήρωας. Κάποιος τσαλακώνει,
κάποιος τσαλακώνεται.
Πολλά θα
μπορούσαν να ειπωθούν για την
αφηγηματική μηχανή του βιβλίου. Για τον
τρόπο που ο πολυμήχανος αφηγητής
ενσωματώνει έναν βουβό, με την εξαίρεση
του τέλους, ακροατή στον σπειροειδή και
κατά περίπτωση φυγόκεντρο μονόλογό του.
Από την πρώτη σειρά μέχρι τις
τελευταίες (περίπου) γραμμές του
βιβλίου αυτός που μιλά είναι ο κύριος
καθηγητής. Ο λόγος όλων των άλλων
προσώπων περνά από το φίλτρο της φράσης
του. Μόνο στην έξοδο του κειμένου, στην
τελική του παράγραφο, ακούγεται
επιτέλους η φωνή του βωβού, μέχρι τότε,
ακροατή της ιστορίας. Φωνή αποτρεπτική:
"Μην πας". Η έκβαση μένει
κρεμασμένη και, οριστικά, αμφίσημη.
Μπορεί να άνοιξε η πόρτα. Μπορεί και όχι.
Η τέχνη και η
τεχνική του Ροθ ενεδρεύει στον τρόπο με
τον οποίο χειρίζεται τον ήρωά του.
Γιατί ο αναγνώστης παρακολουθεί την
ιστορία από μέσα. Ακούει τον κύριο
καθηγητή να ξετυλίγει τα νήματα, να
παραθέτει γεγονότα, αισθήματα και
αισθήσεις, πεποιθήσεις και
ιδεολογήματα. Παρακολουθεί την ιστορία,
την ώρα που τα απόνερά της έρχονται να
ταράξουν τον άνδρα. Μέχρι τότε, εκείνος
δίνει την εντύπωση πως ό,τι έγινε έχει
πια κρυώσει στο τσιμεντωμένο μυοκάρδιό
του. Η γοητεία του βιβλίου έγκειται σ'
αυτόν τον εσωτερικό φακό που
συλλαμβάνει και ιστορεί τα μύχια, όχι
όταν βράζουν, μα αργότερα, την ώρα που
οι σκέψεις περισσεύουν. Ο αναγνώστης
κυκλοφορεί στο μυαλό του ήρωα. Τι
αντικρύζει εκεί; Εκρήξεις,
κρυόμπλαστρους υπολογισμούς, σκέψεις.
Το βιβλίο
του Ροθ αφηγείται μια εσωτερική
περιπέτεια και την αφηγείται με λέξεις
καθαρές, που λένε τα πράματα με το όνομά
τους. Η μετάφραση του Γιώργου Τσακνιά
αποδίδει τη νοητική ένταση και την
επιμονή του ήρωα στην κυριολεξία των
πράξεων, των σκέψεων, των αισθήσεων.
Γιατί το καθετί έχει τη λέξη του. Και οι
λέξεις, πολύ συχνά, κοστίζουν ακριβά σ'
αυτούς που τις μετράνε όταν τις λένε.
|