Μα, είναι
λογοτεχνία όλο αυτό; Ο συγγραφέας
ισορροπεί πάνω στην κόψη του
γκροτέσκου. Αλλόκοτο, τρομερό και
αστείο συγκροτούν την πολυπρισματική
όψη του κόσμου του. Ο Μike ΜcCormack παίζει
μαστορικά με τα lego της αφήγησης. Άλλοτε
διασπά την ιστορία του σε ένα έξοχα
συναρμοσμένο αλφαβητάρι: Α όπως Αρχή, Β
όπως Βρέφος, Γ όπως Γούρι, Δ όπως Δίκη,
[...] Χ όπως Χαραμοφάης, Ψ όπως
Ψυχογράφημα, Ω όπως Ωρίμανση (στο
διήγημα με τίτλο «Το τσεκούρι»). Άλλοτε
παίζει με τον τύπο του ημερολογίου-εισαγωγικού
σημειώματος. Στο διήγημα «Τόμας
Κρούμλες 1960-1992: ανασκόπηση», μιλά ο
χειρουργός που αναλαμβάνει τους
εθελούσιους ακρωτηριασμούς του
εικαστικού καλλιτέχνη Τ.Κ., ο οποίος
εκθέτει - αποκλειστικά και μόνο - μέλη
του σώματός του. Οι συνεχείς
ακρωτηριασμοί οδηγούν σταδιακά τον
καλλιτέχνη από την αναπηρία στον
θάνατο. Ο γιατρός εμφανίζεται ως ο
εντεταλμένος εκτελεστής της διαθήκης
του σκοτεινόμυαλου δημιουργού.
Αφηγείται το ιστορικό των χειρουργικών
επεμβάσεων και των εικαστικών
παρεμβάσεων. Δε δικαιολογείται, δε
μετανιώνει, δεν κλαίγεται. Δηλώνει
ευθαρσώς πως νιώθει πραγματική τιμή,
γιατί συμμετείχε στη δημιουργία τόσο
σημαντικών έργων τέχνης: έργων που
προήλθαν από το σώμα του φίλου του. Από
ποιο μέρος κάνει την «ανασκόπησή» του ο
αμετανόητος χειρουργός-συνεργός; Αυτό
δηλώνεται στο τέλος του κειμένου και το
σφραγίζει: «Φυλακές Άρμπουρ Χιλ/Λονδίνο».
Τέλος του διηγήματος.
Μπρρρ...
Μαύρισε η ψυχή μου. Το ενδιαφέρον με
τον ΜcCormack είναι ο τρόπος που εναλλάσσει
το στιλπνό σκοτάδι των ιστοριών του με
το χιούμορ, χιούμορ άλλοτε υπόγειο κι
άλλοτε καμπανιστό. Ο τρόπος που
γραπώνει τους ήρωές του από τα σώψυχα.
Δεν υψώνει το δάχτυλο, δεν διδάσκει, δεν
παραινεί. Μιλά για ανθρώπους και οι
άνθρωποι είναι ικανοί για όλα. Τις
ιστορίες του μοιάζει να τις ψιθυρίζει
κάποιος τη νύχτα στο κρεβάτι μας. Τις
ακούμε με τα μάτια κλειστά. Φτιάχνουμε
στο μυαλό μας τις εικόνες. Άλλοτε
χαμογελάμε κι άλλοτε ανοίγουμε τα
μάτια τρομαγμένοι. Αυτό που
επανέρχεται ως σταθερός καμβάς σε όλες
τις ιστορίες του είναι οι ανθρώπινες
σχέσεις: πατέρας και γιος, αδελφός και
αδελφή, φίλοι, φίλοι και συνεργάτες,
παραλίγο εραστές, συνάδελφοι. Οι
οικογενειακές σχέσεις είναι το φόρτε
του.
Η γραφή του
μοιάζει με καθρεφτάκι. Το γυρνάει στις
γωνίες επιδέξια, αντανακλά το φως και
το σκοτάδι. Στις ιστορίες του, οι πιο
κοντινοί άνθρωποι είναι αυτοί που
χαρακώνουν με τα νύχια τους.
Τα πιο άγρια
πράματα συμβαίνουν μέσα στο σπίτι, όταν
κλείνει η πόρτα. Τα νήπια έχουν
αιμοσταγείς επιθυμίες: «Όταν μεγαλώσω
θέλω να γίνω δήμιος», απαντά ο
τρίχρονος «Κουκουβάγιας» στην
καλόγρια που τον ρωτά ευγενικά τι θέλει
να γίνει, όταν θα μεγαλώσει (χτύπημα στο
κεφάλι). «Μα, το Θεό, αισθάνθηκα τη
θερμοκρασία του δωματίου να πέφτει. Η
καλόγρια έμεινε κόκαλο. Προσπάθησαν
όλοι να το ρίξουν στην πλάκα μήπως και
ξεχαστεί, χασκογελούσαν κι έλεγαν τι
έξυπνο παιδί που ήταν και τι δύσκολες
λέξεις που ήξερε για την ηλικία του!
Αλλά δεν έπιασε. Ο Κουκουβάγιας καθόταν
και τους κάρφωνε με τα γαλάζια του
μάτια. Είχε πει την κοτσάνα του και δεν
υπήρχε τρόπος να την πάρει πίσω». Και τι
απέγινε ο τρίχρονος αιμοδιψής
Κουκουβάγιας; Η συνέχεια στη σελίδα 208
του βιβλίου.
Και δυο
λόγια για τη μετάφραση: η ανάγνωση
κυλάει απρόσκοπτα, ο αναγνώστης έχει
την αίσθηση ότι διαβάζει pura λογοτεχνία.
Τι άλλο να ζητήσει κανείς;
|