Επειδή
πότε πότε ξεκαλωδιωνόμαστε...
Ο
βιβλιοπόντικας προτείνει
Η ζωγράφος Μαίρη Κασσάτ μέσα
από τα μάτια του μοντέλου της
Φαντάζομαι το σώμα μου σαν τοπίο
ΜΙΑ ΕΛΚΥΣΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ. ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΠΟΥ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ. ΚΑΘΕΝΑ ΑΠΟ
ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΑΝΤΙΚΡΥΖΕΤΑΙ ΜΕ ΕΝΑΝ ΠΙΝΑΚΑ ΤΗΣ ΙΜΠΡΕΣΙΟΝΙΣΤΡΙΑΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
ΜΑΙΡΗΣ ΚΑΣΣΑΤ. Η ΑΔΕΛΦΗ ΤΗΣ, ΛΥΝΤΙΑ, ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ. ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕ ΤΙΣ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΕΝΟΣ ΖΩΗΡΟΥ ΜΥΑΛΟΥ ΠΟΥ ΑΣΦΥΚΤΙΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΕΝΑ ΕΥΘΡΑΥΣΤΟ ΣΩΜΑ
Υπάρχουν
μυθιστορήματα που εκτυλίσσονται σε μια δίνη δράσης. Οι ήρωες σβαρνίζονται από
γεγονότα και πράξεις που, συχνά, τους παίρνουν παραμάζωμα. Πρόκειται για
μυθιστορήματα, τα οποία ανταποκρίνονται πλήρως στις αναγνωστικές προσδοκίες του
σύγχρονου αναγνώστη, που είναι εθισμένος στα τερτίπια της κινηματογραφικής
αφήγησης: γρήγορες εναλλαγές, πλοκή που προκαλεί αγωνία, η απαραίτητη κορύφωση.
Υπάρχει και μια άλλη κατηγορία μυθιστορημάτων. Εκείνα που κεντούν ψιλοβελονιά
την εσωτερική περιπέτεια του αφηγητή. Στα μυθιστορήματα αυτά, τα συμβάντα είναι
απλώς η αφορμή. Παρακολουθούμε την εσωτερική ζωή του ήρωα: αισθήματα, αισθήσεις,
σκέψεις, όνειρα. Η πλοκή δεν αγκιστρώνεται σε γεγονότα, υφαίνεται μέσα από
σκαμπανεβάσματα, σκέψεις που διαμορφώνουν συμπεριφορές, εικόνες που καθορίζουν
την πρόσληψη του κόσμου. Το μυθιστόρημα Η Λύντια Κασσάτ διαβάζει πρωινή
εφημερίδα ανήκει σ' αυτήν την κατηγορία.
Η ιστορία βασίζεται στη ζωή της Αμερικανίδας ιμπρεσιονίστριας ζωγράφου Μαίρης
Κασσάτ. Αφηγήτρια η αδελφή της, Λύντια. Το καθένα από τα πέντε κεφάλαια του
βιβλίου εστιάζεται γύρω από έναν πίνακα της Μαίρης, που χρησιμοποιεί ως μοντέλο
τη Λύντια. Σε κάθε κεφάλαιο πίνακας και κείμενο αντικρύζονται. Ζωγραφική και
πεζογραφία συνομιλούν και συνδυάζουν, με τρόπο υπόγειο, την αφηγηματική τους
τάξη.
Γέφυρες που περνούν τον αναγνώστη από το ένα κεφάλαιο στο άλλο, ένα είδος
μεταβατικής μπάρας, είναι τα όνειρα της Λύντια που προτάσσονται σε κάθε
κεφάλαιο, αυτονομημένα μα κουτσουρεμένα: η τελική φράση μένει στον αέρα μισή.
Σχεδόν ακούμε τη λαχανιαστή αναπνοή της Λύντια, ζεστής ακόμα από τον ύπνο, να τα
αφηγείται.
Μary Cassatt, «Η Λύντια πλέκει στον Κήπο του Μάρλι», 1880, λάδι σε καμβά.
«Αντιμετωπίζω τον σοβαρό κίνδυνο τα δάχτυλά σου στον πίνακα να μοιάζουν με
λουκάνικα»
Οι δύο αδελφές
περπατούν στο Παρίσι του 1880, συνομιλούν με τον Ντεγκά, συζητούν για ζωγραφική.
Η ιδιαίτερη όραση της Λύντια, ο τρόπος με τον οποίο θεάται τον κόσμο,
αναδιαμορφώνεται μέσα από την αρρώστια που την ταλαιπωρεί. «Ή ερωτεύεται κανείς
ή αρρωσταίνει» μονολογεί, καθώς θυμάται την πρώτη ιατρική διάγνωση της ασθένειάς
της. Το ατίθασο μυαλό της περιορίζεται σε ένα σώμα που νοσεί με τρόπο επώδυνο. Η
Λύντια πάσχει από τη νόσο του Μπράιτ. Οι κρίσεις της είναι συχνές, διαρκούν
ολοένα και περισσότερο. Με δυσκολία ποζάρει για την αδελφή της, πάντα στα
διαλείμματα από τα μακρόσυρτα κρεβατώματά της. Και όσο βυθίζεται στην αρρώστια,
τόσο καταλαβαίνει πως, σιγά σιγά, περνά στην αντίπερα όχθη. «Κι ενόσω καταρρέω,
θυμώνω με τους δικούς μου, επειδή περπατούν στις μύτες των ποδιών γύρω μου και
με κοιτάζουν με ύφος σιωπηλό, λες και πέθανα ήδη. Εντούτοις, την ίδια στιγμή,
χάνουν την υπομονή τους μαζί μου. Γίνε καλά ή φύγε, διάλεξε το ένα απ' τα δυο,
νιώθω ότι σκέφτονται, δεν αντέχουμε να σε συντροφεύουμε περισσότερο σ' αυτή την
αρρώστια».
Έτσι λοιπόν, η Λύντια, αυτό το αερικό με την sui generis όραση του κόσμου,
αποδεικνύεται η πιο ταιριαστή αφηγήτρια. Αποτελεί μέρος του πίνακα (πώς αλλιώς,
αφού είναι το μοντέλο) αλλά και τον καθρέφτη του (παρατηρεί με οξυνούστατη
λεπτομέρεια την αδελφή της να ζωγραφίζει). Οι λυρικές εκτροπές του λόγου της δεν
ηχούν παράταιρα, αλλά συντονίζονται με τη φωνή αυτής της ονειρικής και
ονειροπαρμένης αφηγήτριας.
Η Μαίρη, μέσα από τους πίνακες και τις συζητήσεις με την αδελφή της,
συνειδητοποιεί πως η τέχνη δημιουργεί μνήμη. Στους πίνακες που ζωγραφίζει
ουσιαστικά αποχαιρετά, ζωντανή ακόμα, την αδελφή της. Η Λύντια το καταλαβαίνει
αυτό. Η Μαίρη θα ωριμάσει ως ζωγράφος, χρησιμοποιώντας ως υλικό της τέχνης της
το ακατέργαστο ορυκτό μάγμα ζωής και θανάτου που βλέπει μπρος στα μάτια της.
«Παρατηρώ την αδελφή μου και τον Εντγκάρ, γνωρίζοντας πως δεν αποτελώ μέρος της
εικόνας», σημειώνει σε κάποια ανύποπτη στιγμή η Λύντια. Η καθημερινότητα
εξαχνώνεται. Οι πίνακες θα μείνουν. Εξεικονίζουν μια νέα γυναίκα να διαβάζει
εφημερίδα, να πίνει τσάι, να κεντά. Η Μαίρη δεν ζωγράφισε απλώς τη νέα γυναίκα
που είχε απέναντί της. Ζωγράφισε τον κόσμο της Λύντια. Τον ζωγράφισε με επίγνωση
θανάτου και μας τον έκανε χάρισμα.
ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ Η ΣΚΕΨΗ
«Προς στιγμήν, φαντάζομαι το σώμα μου σαν τοπίο, στο οποίο μπορώ να ταξιδέψω,
για να επιθεωρήσω τα δέντρα και τις δημοσιές, να εξετάσω κατά πόσον οι γέφυρες
άντεξαν στην αντάρα αυτής της εβδομάδας. Το γεγονός ότι σκέφτομαι, το εκλαμβάνω
ως πολυτέλεια».
ΤΑ ΝΕΑ , 08-02-2003 , Σελ.: P24
Κωδικός άρθρου: A17560P241
<-----
Βιβλιοπόντιξ
<-----
Αρχική
|