Επειδή
πότε πότε ξεκαλωδιωνόμαστε...
Ο
βιβλιοπόντικας προτείνει
«Βίβα, Τερψιχόρη!»
Η γοητευτική φαντασία της Κάρεν Μπλίξεν
Κόρη μιας κωφάλαλης κι ενός ακροβάτη.
Θα έπαιρνες όρκο πως είναι πρίμα μπαλαρίνα κι όχι υπηρέτρια. Μπέργκαμο,
μεσαίωνας. Η Κάρεν Μπλίξεν κεντά ψιλοβελονιά την αφήγησή της. Η μια ιστορία
μπαίνει μέσα στην άλλη, το τέλος παραμένει μετέωρο.
Ο Χέμινγουεϊ στην
ομιλία με την οποία αποδέχτηκε το βραβείο Νόμπελ επεσήμανε γενναιόδωρα πως στη
θέση του θα έπρεπε να είχε βραβευτεί «αυτή η πολύ όμορφη συγγραφέας, η Ντίνενσεν»
(=συγγραφικό ψευδώνυμο της Κάρεν Μπλίξεν).
Η ίδια η Μπλίξεν, μιλώντας για την τέχνη της, σημειώνει: «Όταν ο αφηγητής μείνει
πιστός (...) στην ιστορία που έχει να πει, τότε στο τέλος θα μιλήσει η σιωπή.
Όταν προδώσει την ιστορία, τότε αυτή η σιωπή θα είναι απλώς ένα κενό».
Η Κάρεν Μπλίξεν ξεκίνησε να γράφει μετά τα σαράντα της, αφού πρώτα έζησε μια
περιπετειώδη ζωή. Όταν δημοσιεύτηκε το πρώτο της βιβλίο, ήταν περίπου πενήντα
ετών. Χρησιμοποίησε αντρικό ψευδώνυμο: Ιsak Dinesen. Παρόλο που ήταν Δανή,
έγραψε στα αγγλικά: ένδειξη αφοσίωσης στη γλώσσα του νεκρού εραστή της,
επισημαίνουν ορισμένοι μελετητές. Η Κάρεν Μπλίξεν άρχισε να δημοσιεύει
συστηματικά, μετά την επιστροφή της από την Ανατολική Αφρική. Είχε ζήσει εκεί,
παντρεμένη με έναν ξάδελφό της. Διηύθυνε μια φυτεία καφέ. Όμως «έπρεπε κάπως να
ζήσει» και «ήξερε μόνο δύο πράγματα, να μαγειρεύει και, ίσως, να γράφει».
Στρώθηκε, λοιπόν, στο γράψιμο.
Η Χάννα Άρεντ, στο
δοκίμιό της για τη συγγραφέα, που προτάσσεται ως εισαγωγή στον χορταστικό και
πολυδιαβασμένο τόμο Επτά γοτθικές ιστορίες (Μέδουσα, 1987, μετ.Κ. Κουντούρης)
παρατηρεί πως, στην περίπτωση της Μπλίξεν, «υπάρχει μια γραμμή που χωρίζει τη
ζωή της σε δύο περιόδους - πριν και αφού άρχισε να γράφει. Μόνον όταν έχασε όλα
εκείνα που αποτελούσαν τη ζωή της, το σπίτι της στην Αφρική και τον εραστή της,
μόνον αφού επέστρεψε στην πατρίδα της, στο Ρούνγκστεντλουντ, τελείως
αποτυχημένη, μην έχοντας τίποτε άλλο παρά τη θλίψη και τις αναμνήσεις της έγινε
η επιτυχημένη καλλιτέχνις που δεν θα γινόταν με κανέναν άλλο τρόπο». Με άλλα
λόγια: φαίνεται πως, για την Μπλίξεν, ζωή και συγγραφή δεν συναντήθηκαν. Το ένα
κατάπιε το άλλο.
Στο βιβλίο που φέρει τον τίτλο Άννα αναγνωρίζουμε όλες τις συγγραφικές αρετές
που έκαναν την Μπλίξεν να ξεχωρίσει για τη συγγραφική στόφα της: κεντημένη
αφήγηση, γοητευτική φαντασία που παρασύρει στη ρότα της πολλαπλές ιστορίες που
συμπλέκονται. Η εξιστόρηση της Μπλίξεν ασκεί, στα περισσότερα κείμενά της,
παραλυτική έλξη. Όπως τα παραμύθια. Λες και κάποιος ψιθυρίζει την ιστορία στο
αυτί σου, κι αυτή πολλαπλασιάζεται στον ακουστικό πόρο. Αποκτά βάθος. Σέρνει
πίσω της, σε πολλαπλά κύματα, τις αντηχήσεις.
Μεσαίωνας στο Μπέργκαμο της Ιταλίας. Η Άννα εργάζεται ως υπηρέτρια στην
αρχοντοξεπεσμένη οικογένεια Γκαταμελάτα, με τις πέντε κόρες και τον μονάκριβο
γιο, Αλεσάντρο. Με τον ερχομό της, μοιάζει να ελαφραίνει κάπως η βαριά σκιά που
χαντακώνει το περίκλειστο αρχοντικό. Τα πρώτα προξενιά καταφτάνουν. Οι
μαυροφορεμένες κόρες, επιτέλους, χαμογελούν. Όμως η μητέρα του οίκου μαζί με τον
ηθικολόγο παπά της περιοχής πιάνουν στα πράσα την Άννα και τον Αλεσάντρο. Στο
κελάρι του σπιτιού, σε ιδιαιτέρως ομιλητική στάση. Ο Αλεσάντρο δηλώνει πως
σκοπεύει να παντρευτεί την αγαπημένη του. Όμως θα πρέπει να φύγει, άμεσα και
βιαστικά, για ένα προγραμματισμένο ταξίδι. Ορκίζει τη μάνα του να προσέχει την
Άννα.
Με την αποχώρησή του, αρχίζουν οι διαβουλεύσεις. Καλείται η κωφάλαλη μητέρα της
Άννας. Της προσφέρουν λίγα λεφτά, για να κουκουλώσει την υπόθεση με έναν γρήγορο
και παρακατιανό γάμο. Αρκεί η Άννα να εξαφανιστεί από τα μάτια τους. Η
φιλοχρήματη μητέρα αρπάζει το πουγγί και την Άννα, και αποχωρεί. Στο μεταξύ,
ένας διάσημος δάσκαλος μπαλέτου έχει ξεκινήσει οδοιπορικό στην Ιταλία. Αναζητεί
ανεπεξέργαστα ταλέντα στο Μπέργκαμο, εκεί όπου για πρώτη φορά η μούσα του χορού
αποκαλύφθηκε στην ανθρωπότητα. Βλέπει, κατά διαβολεμένη τύχη, την Άννα να
χορεύει. Μαγεύεται. «Βίβα, Τερψιχόρη», αναφωνεί κοιτώντας την.
Όμως, την Άννα κυνηγά και ένας δικηγόρος. Μια τεράστια κληρονομιά φέρει το όνομά
της. Την ίδια στιγμή, την Άννα ψάχνει και ο Αλεσάντρο. Η σπείρα της αφήγησης
μένει ανοιχτή, η συγγραφέας δεν κλείνει τελεσίδικα την ιστορία της. Ποιο θα
είναι το τέλος;
Η Κάρεν Μπλίξεν σπάει
το κείμενό της σε μικρές μπουκιές. Οι επιμέρους ιστορίες άλλοτε εγκιβωτίζονται
σε πολλαπλά επάλληλα κουτιά, που ανοίγουν διαφορετικοί κάθε φορά αφηγητές, κι
άλλοτε πλέκονται μαστορικά μεταξύ τους. Στο συγγραφικό σύμπαν της, η φαντασία
έχει τη δική της τοπική αυτοδιοίκηση. Ο αναγνώστης βυθίζεται για τα καλά στην
παραμυθική εξιστόρηση. Οι ήρωες μπλέκονται στο αφηγηματικό παιχνίδι:
ανταλλάσσουν ιστορίες, ανυπομονούν για τη συνέχεια, ακούν με φρόνιμη σιωπή.
Αποφασίζουν για τη ζωή τους, με κριτήριο την ακροαματική τέρψη.
Η Κάρεν Μπλίξεν ζωγραφίζει εικόνες και σκηνές με λεπταίσθητη παρατήρηση και
φαινομενική αφηγηματική αφέλεια. Η γλώσσα της βαδίζει αβίαστα, με κελαριστή
προφορικότητα, που προϋποθέτει πάμπολλες - αθέατες - συγγραφικές εργατοώρες. Στα
περισσότερα βιβλία της, αποδεικνύεται συγγραφέας με υψηλότατα γράδα. Ίσως,
αδίκως τελικά δεν πήρε το Νόμπελ.
Η ΑΝΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ
Η συγγραφέας του βιβλίου Κάρεν Μπλίξεν
«Ορίζω την Άννα Σεγκάτι ως κληρονόμο μου, επειδή, από ένα γράμμα που μου έστειλε
η γριά μοναχή Μητέρα Αγάπη από το Σαν Ρόκο, καταλαβαίνω ότι αυτό το μικρό
κορίτσι - από τότε που βρισκόταν ακόμα στην κοιλιά της μητέρας της - κατάφερε να
σκοτώσει τον μπαμπά της, και επειδή κι εγώ η ίδια πάντοτε αντιπαθούσα τις
πατρικές φιγούρες».
Η ιστοσελίδα της Μπλίξεν βρίσκεται στη διεύθυνση
http://www.isak-dinesen.dk/engelsk/default.html
ΤΑ ΝΕΑ , 12-04-2003 , Σελ.: P26
Κωδικός άρθρου: A17612P261
<-----
Βιβλιοπόντιξ
<-----
Αρχική
|