Επειδή
πότε πότε ξεκαλωδιωνόμαστε...
Ο
βιβλιοπόντικας προτείνει
Aιρις
Mέρντοχ: H ζωή της μεγάλης κυρίας των βρετανικών γραμμάτων μπαίνει στο
μικροσκόπιο
«Mυαλό, θέληση και μήτρα»
ΣAPANTA MYΘIΣTΟPHMATA ΣE 26 XPΟNIA. AKAΔHMAΪKH KAPIEPA ΣTΟ ΠEPIKΛEIΣTΟ
ΟΞΦΟPΔIANΟ KAMΠΟYΣ. ΠΟYPITANH, AΛΛA KAI ΞEΛΟΓIAΣTPA. MAXHTIKH KΟMMΟYNIΣTPIA, ΠΟY
KATEΛHΞE ΔEΞIA. ΣKANΔAΛΩΔΩΣ ΠΟΛYΓAMIKH, KPYΦIΩΣ AMΦIΦYΛΟΦIΛH. H BIΟΓPAΦIA THΣ
MEΓAΛHΣ KYPIAΣ TΩN BPETANIKΩN ΓPAMMATΩN AΪPIΣ MEPNTΟX, ΣYNTAΓMENH ME ΦIΛΟΛΟΓIKΟ
MIKPΟΣKΟΠIΟ
H
βιογραφία αποτελεί είδος «μεικτόν αλλά νόμιμον». Στις ευτυχισμένες εκδοχές της
συνδυάζει την αφηγηματική χάρη με τη φιλολογική εμβρίθεια. Το κουτσομπολίστικο
ξεψάχνισμα με την ψυχογραφία. Υπόσχεται νέτη σκέτη αλήθεια, κομίζει ημερολογιακά
τεκμήρια. Ίδε ο άνθρωπος, φωνάζει ο βιογράφος, κραδαίνοντας ντοκουμέντα και
μαρτυρίες. Είναι, όμως, έτσι;
Μυθεύματα
Κάποιες φορές, τα ημερολόγια ξυρίζονται με επιμέλεια από τον βιογραφούμενο που
μεριμνά, όσο βρίσκεται στη ζωή, για τον μύθο του. Φωτογραφίες σκηνοθετούνται
σύμφωνα με την επιθυμητή εικόνα. H υστεροφημία προετοιμάζεται τιτίζικα. Τα
χούγια σιδερώνονται, επιστολές και ημερολόγια γράφονται με κοσκινισμένο φίλτρο,
το μάτι αλληθωρίζει στη μεταθανάτια έκδοση. Οι φιλολογίζοντες αγιογράφοι δεν
λείπουν. Όπως δεν λείπουν και οι σκανδαλοθήρες παπαράτσι των λογοτεχνικών
σουαρέ. H περιλάλητη βιογραφική αλήθεια είναι και αυτή σκεύασμα φτιαγμένο από
την ιδεοληψία, ασυνείδητη έστω, του βιογράφου, και από την εικόνα που προτίθεται
να πλασάρει ο βιογραφούμενος. Έτσι, η βιογραφία συχνά εξυφαίνεται στη συνοριακή
γραμμή: εκεί που μύθος και αλήθεια ανακατεύονται. Το ένα τροφοδοτεί το άλλο.
Μυθεύματα ζουν θαλερή ζωή στο μυαλό του βιογράφου ή του βιογραφουμένου και,
συχνά, κατασκευάζουν αλήθειες.
«Δεν έχω πια δικό μου κόσμο. Κάποτε έγραφα»
H
Aιρις Μέρντοχ είναι διακεκριμένη μορφή των βρετανικών
γραμμάτων. Εύογκο και πολυποίκιλο έργο, ταραχώδης βίος. Φιλοσοφικά δοκίμια με
απήχηση, μυθιστορηματικό έργο με βραβεύσεις και υψηλές πωλήσεις, περιπετειώδεις
ακαδημαϊκές και συγγραφικές φιλίες. Πολυγαμική και εμπαθής στους έρωτές της,
εξύφαινε τη γοητεία της με τέχνη απέναντι και στα δύο φύλα. Ο σύζυγός της,
Ντέιβιντ Μπέιλι (ο οποίος τη βιογράφησε σε ένα πολυσυζητημένο βιβλίο), σε μια
επιστολή του την περιγράφει με την ακαταμάχητη τριπλέτα «μυαλό, θέληση και
μήτρα».
Τα τρία μέρη
Το έργο της Μέρντοχ μεταφράστηκε πολύ και μελετήθηκε ανηλεώς. H συγγραφέας
χτυπήθηκε από τη νόσο του Αλτσχάιμερ το 1997. H συγκεκριμένη βιογραφία έχει
γραφεί από τον Peter J. Conradi, μελετηρό φιλόλογο, ο οποίος είχε παλαιότερα
εκπονήσει διατριβή με θέμα τον πλατωνισμό της Μέρντοχ. Ο βιογράφος οργανώνει την
αφήγησή του γραμμικά. Τα γεγονότα παρουσιάζονται στη χρονική τους ακολουθία. H
βιογραφία χωρίζεται σε τρία μέρη: Το πρώτο μέρος (1919-1944) ερευνά την
ιρλανδική καταγωγή, τα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, τις σπουδές, τα πρώτα φλερτ
και τους έρωτες, το στίγμα του B' Παγκοσμίου Πολέμου που τη σημαδεύει. Το
δεύτερο μέρος (1944-1956) σηματοδοτεί την αρχή της ωριμότητας: Την εμπλοκή της
ʼιρις με την UNRRA και τους πρόσφυγες, τις μεταπτυχιακές σπουδές στο Κέιμπριτζ,
την πρόσληψή της στο κολέγιο St Anne's στην Οξφόρδη. Τους άντρες που τη
σημάδεψαν: τον Φραντς Μπέρμαν Στάινερ, τον νομπελίστα συγγραφέα Ελίας Κανέτι,
τυραννικό εραστή και πνευματικό γκουρού, που τη μυεί στον ευφρόσυνο πόνο μιας
σαδομαζοχιστικής σχέσης, και, τέλος, τον ηρεμιστικό Ντέιβιντ Μπέιλι, κατοπινό
συζυγο. Στο τρίτο μέρος (1956-1961) παρουσιάζονται τα χρόνια της ωριμότητας. H
απομόνωσή της με τον Ντέιβιντ στο Cedar Lodge. H ήρεμη οικογενειακή ζωή τη
τυλίγει με ένα αγχολυτικό κουκούλι και εκτρέπει τις σκοτεινές σκέψεις της σε
δημιουργική φόρα.
H εκφυλιστική νόσος δηλώνεται πολύ σύντομα στο τέλος του βιβλίου. Από το 1996
ήδη η Aιρις είχε πέσει σε κατάθλιψη, θρηνώντας την
ανικανότητά της να γράψει. «Δεν έχω πια δικό μου κόσμο», είπε μια μέρα. Λίγες
βδομάδες πριν από τον θάνατό της, σε μια επίσκεψη, ξεστόμισε σιγανά: «Κάποτε
έγραφα». Ήταν η τελευταία κουβέντα της που είχε συνοχή.
Οι σκοτεινές πτυχές κρύφτηκαν κάτω από το χαλάκι
H Μέρντοχ έγραφε με πένα, γιατί «πρέπει κανείς να αγαπάει τον γραφικό του
χαρακτήρα». Παρέδιδε η ίδια τα βιβλία της, μεταφέροντας τα χειρόγραφα σε
πλαστικές σακούλες. Από το 1971 και μετά δεν έκανε διαχωρισμούς κεφαλαίων. Οι
εκδότες της απελπίζονταν από τη δικτατορική της απαίτηση να εκδίδουν τα βιβλία
της χωρίς καμία επιμέλεια, χωρίς χτενίσματα και περικοπές, χωρίς καν αλλαγές στη
στίξη. Της άρεσε αυτή η συγγραφική ατημελησία, άλλωστε δεν είχε τον χρόνο να
ξεψειρίζει τα γραμμένα. Όπως η ίδια δήλωνε, ανάμεσα στην ολοκλήρωση ενός
μυθιστορήματος και τη συγγραφή του επόμενου μεσολαβούσε ακριβώς μισή ώρα.
Οι κριτικές
Aλλη τόση, και μεγαλύτερη, αδιαφορία επιδείκνυε για τη
λογοτεχνική κριτική. Ζητούσε από τον εκδοτικό της οίκο να μην της στέλνει
αποκόμματα κριτικών. «Οι περισσότεροι λογοτέχνες», έλεγε «κατανοούν τις
αδυναμίες τους πολύ καλύτερα από ό,τι οι κριτικοί. Κάθε βιβλίο δεν είναι παρά το
ναυάγιο μιας τέλειας ιδέας. Τα χρόνια περνούν και έχει κανείς μόνο μια ζωή...
κάθε καλλιτέχνης πρέπει να αποφασίσει πόσο γρήγορα θα δουλεύει. Δεν πιστεύω ότι
θα βελτιωνόμουν αν έγραφα λιγότερο.
Το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν να υπάρχουν λιγότερα από αυτά που έτσι και αλλιώς
παράγω». Δήλωνε, μάλιστα, προκλητικά πως μια κριτική τής είναι περισσότερο
αδιάφορη από το «αν βρέχει στην Παταγονία».
H ογκωδέστατη βιογραφία της Μέρντοχ έχει συνταχθεί με φιλολογικό σχολαστικισμό.
Ο βιογράφος ξεσκάλισε τις πηγές και τις επικαλείται χωρίς κανένα έλεος για τον
μη ειδήμονα αναγνώστη. Το κείμενο έχει τη σύσταση, την όψη και τον όγκο
εμβριθέστατης και σοφολογιότατης μονογραφίας, πράγμα που συνηγορεί υπέρ της
αιτούμενης βιογραφικής αλήθειας αλλά, αρκετά συχνά, παραγεμίζει τη διήγηση με
σκοπέλους υποσημειώσεων. Ένας άνυδρος καθωσπρεπισμός στην έκφραση απονευρώνει,
ορισμένες φορές, την αφήγηση. Ο αναγνώστης μάλλον θα περίμενε πιο εκτενή αναφορά
- όχι απαραίτητα άκαρδη ή κουτσομπολίστικη - στη νόσο που διέλυσε το παραγωγικό
μυαλό της ʼιρις και την έκανε να συνομιλεί με τα φλιτζάνια της. Βέβαια, αρκετά
δευτερεύοντα περιστατικά ακτινογραφούν το κλίμα, την εποχή και τον άνθρωπο με τη
ζωντάνια φιλμικής εικόνας: οι τρομοκρατικές παραδόσεις του Φρένκελ, ο ηρωικός
θάνατος του Φραντς, η αξιομνημόνευτη βρώμα των σπιτιών της ʼιρις και το σήμα
κατατεθέν των τρύπιων καλσόν της. Όμως, προσοχή στη λεπτομέρεια: προς το τέλος
της ζωής της, η Μέρντοχ ξύρισε επιμελώς ορισμένες κρίσιμες σελίδες από τα
ημερολόγιά της και ευπρέπισε τα λόγια της. H ντοκουμενταρισμένη αλήθεια του βίου
της παραείναι καθαρή. Κάποιες πιο σκοτεινές πτυχές, ίσως, κρύφτηκαν κάτω από το
χαλάκι. Επιμελώς, όπως κρύβει κανείς τα χνούδια και τα ψίχουλα, την τελευταία
στιγμή, για να μην τα δουν οι απρόσκλητοι επισκέπτες.
ΝΙΩΘΩ ΚΑΠΩΣ ΤΣΕΧΩΦ ΑΠΟΨΕ...
* H Aιρις, όταν ένιωθε θλιμμένη, έγραφε στον Φρανκ ότι
«νιώθω κάπως Τσέχωφ απόψε».
* [Ντέιβιντ Μπέιλι, σύζυγος]: Μου αρέσεις τρομερά, περισσότερο από κάθε άλλη που
μπορώ να σκεφτώ. Αλλά ανησυχούσα στη σκέψη ότι θα σε παντρευόμουν. Πιθανώς θα
μου συνέβαινε το ίδιο με κάθε άλλη, αλλά στην περίπτωσή σου μου φαινόταν πιο
τρομαχτικό. Μυαλό, θέληση και μήτρα, είσαι υπέροχη.
* H καρδιά της Aιρις έμοιαζε με παλιά γκαρνταρόμπα,
που ήταν ταυτόχρονα ευρύχωρη και γεμάτη (όπως σημείωνε η ίδια) και το
περιεχόμενό της ήταν απρόσμενο. H περιγραφή που έδωσε ο Ρόμπσον για εκείνη, ότι
ήταν δηλαδή «μνημειωδώς άπιστη», δεν μοιάζει υπερβολική.
* Συνέλεγε με μανία, μας λέει ο Κανέτι, χρήσιμες εξομολογήσεις, «σαν νοικοκυρά
που κάνει τα ψώνια της».
* H Aιρις, διατυπώνοντας παράλληλα κάποια βαθιά
φιλοσοφική αλήθεια, έβγαλε το ραγού από τον φούρνο και κατά λάθος το
αναποδογύρισε πάνω σε ένα μαξιλάρι με χάντρες. Χωρίς να διακόψει αυτό που έλεγε,
έριξε το ραγού από το μαξιλάρι κατευθείαν σε μια πιατέλα και, αφού σκούπισε
βιαστικά το μαξιλάρι, το δείπνο συνεχίστηκε κανονικά.
ΤΑ ΝΕΑ , 25-10-2003 , Σελ.:
P28 Κωδικός άρθρου: A17775P281 ID:387953
<-----
Βιβλιοπόντιξ
<-----
Αρχική
|